ἀποκαλέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποκᾰλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отзывать назад]], [[возвращать из изгнания]] (τινα Her., Xen.);<br /><b class="num">2)</b> отзывать в сторону Xen.;<br /><b class="num">3)</b> называть, именовать, тж. обзывать (τινά τινα Soph., Xen., Plat., Dem., Arst., Polyb.): ἀ. τινα ὄνομά τι Xen. давать кому-л. какое-л. прозвище.
|elrutext='''ἀποκᾰλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отзывать назад]], [[возвращать из изгнания]] (τινα Her., Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[отзывать в сторону]] Xen.;<br /><b class="num">3)</b> называть, именовать, тж. обзывать (τινά τινα Soph., Xen., Plat., Dem., Arst., Polyb.): ἀ. τινα ὄνομά τι Xen. давать кому-л. какое-л. прозвище.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[call]] [[back]], [[recall]], from [[exile]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[call]] [[away]] or aside, Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[call]] by a [[name]], esp. by way of [[disparagement]], to [[stigmatise]] as, τὸν τοῦ μανέντος ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Soph.; σοφιστὴν ἀπ. τινα Xen.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[call]] [[back]], [[recall]], from [[exile]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[call]] [[away]] or aside, Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[call]] by a [[name]], esp. by way of [[disparagement]], to [[stigmatise]] as, τὸν τοῦ μανέντος ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Soph.; σοφιστὴν ἀπ. τινα Xen.
}}
}}

Revision as of 20:00, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκᾰλέω Medium diacritics: ἀποκαλέω Low diacritics: αποκαλέω Capitals: ΑΠΟΚΑΛΕΩ
Transliteration A: apokaléō Transliteration B: apokaleō Transliteration C: apokaleo Beta Code: a)pokale/w

English (LSJ)

A recall, esp. from exile, Hdt.3.53, X.Cyr.1.4.25. 2 call away or aside, Id.An.7.3.35. II call by a name, esp. by way of disparagement, stigmatize as .., τὸν τοῦ μανέντος . . ξύναιμον ἀποκαλοῦντες S.Aj.727; ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους ἀ. And.4.16; ὡς ἐν ὀνείδει ἀ. μηχανοποιόν Pl. Grg.512c; ἀργόν, σοφιστὴν ἀ. τινά, X. Mem.1.2.57, 1.6.13; οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς ἀ. D.21.211; ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους ἀ. Arist.EN1168a30; παράσιτον ἀ. Timocl.19; χαριεντισμὸν ἀ. call it a sorry jest, Pl.Tht.168d; sometimes without any bad sense, τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ἀ. Arist.EN1109b18, cf. X.Eq. 10.17, Plu.2.776e.

German (Pape)

[Seite 305] (s. καλέω), 1) ab-, zurückrufen, Xen. Cyr. 1, 4, 25. 4, 5, 24; bei Seite rufen, An. 7, 3, 35. – 2) verbieten, Ar. Av. 1263, richtiger ἀποκεκλῄκαμεν, exclusimus. – 3) benennen, Plat. Theaet. 168 d; im üblen Sinne, Soph. Ai. 714; ὡς ἐν ὀνείδει μηχανοποιόν Plat. Gorg. 512 c; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 57 Hell. 2, 3, 47; ἀποκαλεῖν τινα ὄνομά τι Mem. 2, 2, 1; προδότην Pol. 17, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκᾰλέω: μέλλ. -έσω, ἀνακαλῶ, καλῶ ὀπίσω, κυρίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 3. 53, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25. 2) καλῶ εἰς ἰδιαίτερον μέρος, κατ’ ἰδίαν, τοὺς στρατηγοὺς ἀποκαλέσας ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 35. ΙΙ. καλῶ ὀνομαστί, ἰδίως ἐπὶ ὀνειδισμοῦ, στιγματίζω ὡς..., τὸν τοῦ μανέντος... ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Σοφ. Αἴ. 727· ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους ἀπ. Ἀνδοκ. 31. 10· ὡς ἐν ὀνείδει ἀποκ. μηχανοποιὸν Πλάτ. Γοργ. 512C· ἀργόν, σοφιστὴν ἀποκ. τινὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 57 καὶ 6. 13· οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς ἀποκαλεῖ Δημ. 282. 12· ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους ἀπ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 1· παράσιτον ἀποκαλῶν (ἐνν. τινὰ) Τιμοκλ. ἐν «Κενταύρῳ» 1· χαριεντισμόν τινα ἀποκαλῶν, σκωπτικῶς ὀνομάζων ἀνεπιτυχῆ τινα ἀστεϊσμόν, Πλάτ. Θεαίτ. 168D· ἐνίοτε ὅμως ἄνευ οἱασδήποτε κακῆς σημασίας, ὁτὲ δὲ τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ἀποκαλοῦντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 7, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 10. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. (ἀπό au loin);
1 rappeler d’exil;
2 appeler à part;
II. (ἀπό par suite de) appeler par suite de, càd nommer, surnommer : τινα ὄνομά τι XÉN donner un nom à qqn ; en mauv. part σοφιστὴν ἀπ. τινα XÉN traiter qqn de sophiste.
Étymologie: ἀπό, καλέω.

Spanish (DGE)

I c. ac. de pers.
1 llamar, hacer regresar, reclamar τὸν Λυκόφρονα ἐπὶ τὴν τυραννίδα Hdt.3.53, ἦλθε ... ἄγγελος ἀποκαλέων αὐτούς Hdt.4.203, cf. X.Cyr.1.4.25.
2 llamar aparte αὐτοὺς τοὺς στρατηγούς X.An.7.3.35.
II c. ac. de pers. y otro pred.
1 llamar a alguien algo, tachar de gener. sent. peyor. τὸν τοῦ μανέντος ... ξύναιμον ἀποκαλοῦντες S.Ai.727, οἵ με τὸν γάμων ἀπεκάλουν ἥσσονα E.IA 1354, γυναῖκάς σφεας ἀπεκάλεον los tachaban de mujeres Hdt.9.20, τοὺς ἄλλους ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους And.4.16, ὡς ἐν ὀνείδει ἀποκαλέσαις ἂν μηχανοποιόν Pl.Grg.512c, ἀργούς X.Mem.1.2.57, πόρνον αὐτὸν X.Mem.1.6.13, οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς D.21.211, ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους Arist.EN 1168a30, παράσιτον Timocl.19, ἀλάστορα τὸν Φίλιππον D.19.305, cf. Plb.Fr.98, προδότας Plb.18.14.11, χαριεντισμόν τινα ἀποκαλῶν tachando (eso) de broma Pl.Tht.168d
en v. pas. μὴ λυμεῶνες ἀποκαλεῖσθαι Isoc.4.80
tb. de abstr. ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον Isoc.13.4, τὸν ... ῥυθμὸν ἄρρεν Aristid.Quint.40.21, cf. 5.1.
2 sin connotación peyorativa τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις Arist.EN 1109b18, τὸν ἵππον τοιοῦτον ... ἐλευθέριόν τε καὶ ἐθελουργόν X.Eq.10.17 (cód.), τὸν Μίνω θεοῦ μεγάλου ὀαριστήν Plu.2.776e.

Greek Monotonic

ἀποκᾰλέω: μέλ. -έσω·
I. 1. καλώ πίσω, ανακαλώ, από την εξορία, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. καλώ σε συγκεκριμένο τόπο, καλώ κατ' ιδίαν, σε Ξεν.
II. καλώ ονομαστικά, ιδίως ονειδίζοντας, στιγματίζω ως, τὸν τοῦ μανέντος ξύναιμον ἀποκαλοῦντες, σε Σοφ.· σοφιστὴν ἀποκαλέω τινά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκᾰλέω:
1) отзывать назад, возвращать из изгнания (τινα Her., Xen.);
2) отзывать в сторону Xen.;
3) называть, именовать, тж. обзывать (τινά τινα Soph., Xen., Plat., Dem., Arst., Polyb.): ἀ. τινα ὄνομά τι Xen. давать кому-л. какое-л. прозвище.

Middle Liddell


I. to call back, recall, from exile, Hdt., Xen.
2. to call away or aside, Xen.
II. to call by a name, esp. by way of disparagement, to stigmatise as, τὸν τοῦ μανέντος ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Soph.; σοφιστὴν ἀπ. τινα Xen.