δειρή: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=deirh/
|Beta Code=deirh/
|Definition=ἡ, Att. δέρη <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>329</span>,<span class="bibl">875</span>, etc.; Aeol. δέρα <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span> 23.16</span>(v. infr.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[neck]], [[throat]], <span class="bibl">Il.11.26</span>, etc.; τὰ ἀπὸ τῆς δ. [[ornaments]], <span class="bibl">Hdt.1.51</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[collar]], <span class="bibl">Poll.2.235</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in plural, [[gully]], [[glen]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 3.27</span>, <span class="bibl">9.59</span>: but in sg., = [[δειράς]], prob. in <span class="bibl">Hermesian.7.54</span>. (The original form is preserved in Arc. δερϝά <span class="title">BCH</span>39.55 (Orchom.): Aeol. δέρρη is coined by <span class="bibl"><span class="title">EM</span>262.57</span> as etym. of [[δέρρις]]: Hsch. has <b class="b3">δέρα· ὑπερβολὴ ὄρους, οἱ δὲ τὰ σιμὰ τῶν ὀρῶν</b> by confusion with <b class="b3">δειράς. Κοίλᾳ δέρᾳ</b>, place-name in <span class="title">Inscr.Olymp.</span>46.30. Prob. from root of [[ζέρεθρον]], [[βιβρώσκω]].) </span>
|Definition=ἡ, Att. δέρη <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>329</span>,<span class="bibl">875</span>, etc.; Aeol. δέρα <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span> 23.16</span>(v. infr.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[neck]], [[throat]], <span class="bibl">Il.11.26</span>, etc.; τὰ ἀπὸ τῆς δ. [[ornaments]], <span class="bibl">Hdt.1.51</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[collar]], <span class="bibl">Poll.2.235</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in plural, [[gully]], [[glen]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 3.27</span>, <span class="bibl">9.59</span>: but in sg., = [[δειράς]], prob. in <span class="bibl">Hermesian.7.54</span>. (The original form is preserved in Arc. δερϝά <span class="title">BCH</span>39.55 (Orchom.): Aeol. δέρρη is coined by <span class="bibl"><span class="title">EM</span>262.57</span> as etym. of [[δέρρις]]: Hsch. has <b class="b3">δέρα· ὑπερβολὴ ὄρους, οἱ δὲ τὰ σιμὰ τῶν ὀρῶν</b> by confusion with <b class="b3">δειράς. Κοίλᾳ δέρᾳ</b>, place-name in <span class="title">Inscr.Olymp.</span>46.30. Prob. from root of [[ζέρεθρον]], [[βιβρώσκω]].) </span>
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> cou;<br /><b>2</b> gorge.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δειράς]] et <i>lat.</i> dorsum.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δειρή''': ἡ, ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. [[δέρη]], ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, Πολυδ. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = [[δειράς]], Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. [[δειράς]]· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ [[τύπος]] [[δέρη]] ([[ὅπερ]] τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).
|lstext='''δειρή''': ἡ, ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. [[δέρη]], ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, Πολυδ. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = [[δειράς]], Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. [[δειράς]]· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ [[τύπος]] [[δέρη]] ([[ὅπερ]] τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> cou;<br /><b>2</b> gorge.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δειράς]] et <i>lat.</i> dorsum.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειρή Medium diacritics: δειρή Low diacritics: δειρή Capitals: ΔΕΙΡΗ
Transliteration A: deirḗ Transliteration B: deirē Transliteration C: deiri Beta Code: deirh/

English (LSJ)

ἡ, Att. δέρη A.Ag.329,875, etc.; Aeol. δέρα Sapph.Supp. 23.16(v. infr.):—A neck, throat, Il.11.26, etc.; τὰ ἀπὸ τῆς δ. ornaments, Hdt.1.51. 2 collar, Poll.2.235. II in plural, gully, glen, Pi.O. 3.27, 9.59: but in sg., = δειράς, prob. in Hermesian.7.54. (The original form is preserved in Arc. δερϝά BCH39.55 (Orchom.): Aeol. δέρρη is coined by EM262.57 as etym. of δέρρις: Hsch. has δέρα· ὑπερβολὴ ὄρους, οἱ δὲ τὰ σιμὰ τῶν ὀρῶν by confusion with δειράς. Κοίλᾳ δέρᾳ, place-name in Inscr.Olymp.46.30. Prob. from root of ζέρεθρον, βιβρώσκω.)

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 cou;
2 gorge.
Étymologie: cf. δειράς et lat. dorsum.

Greek (Liddell-Scott)

δειρή: ἡ, ὁ τράχηλος, ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. δέρη, ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, Πολυδ. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = δειράς, Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. δειράς· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ τύπος δέρη (ὅπερ τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).

English (Autenrieth)

ῆς: neck, throat.

Greek Monolingual

δειρή και (αιολ. τ.) δέρα και (αττ. τ.) δέρη, η (Α)
1. λαιμός, τράχηλος
2. περιδέραιο
3. στον πληθ. κοίτη χειμάρρου, στενή κοιλάδα
4. φρ. «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» — τα στολίδια, τα κοσμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρωταρχικός τ. τών δειρή, δέρη, δέρα θεωρείται ο τ. δερFᾱ, ο οποίος απαντά και στην Αρκαδική. Στις ινδο-ιρανο-βαλτο-σλαβικές γλώσσες μαρτυρούνται ετυμολογικώς συγγενείς λέξεις
πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ grīvā «λαιμός, τράχηλος», ρωσ. grīva «χαίτη, ράχη βουνού», λεττ. grīva «εκβολή ποταμού», οι οποίες οδήγησαν στην αναγωγή σε αρχικό τ. gwer-uā (παράλληλα προς το gwrī-uā). Η υπόθεση όμως αυτή προσκρούει στην ύπαρξη αιολ. τ. δέρα αντί του αναμενόμενου βέρα, αν και υποστηρίχθηκε ότι πιθ. στη Λεσβιακή το gw μπροστά από e είχε περισσότερο χειλική προφορά απ' ό,τι στις άλλες διαλέκτους. Η σχέση εξάλλου μεταξύ gwer- και gwrī- δεν είναι σαφής και έχει δώσει λαβή στη διατύπωση διαφόρων υποθέσεων. Τέλος, δεν αποκλείεται να υπάρχει ετυμολογική σχέση με τη ρίζα του βιβρώσκω].

Greek Monotonic

δειρή: ἡ, λαιμός, τράχηλος, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. — δέρη (όχι δέρα), σε Αισχύλ. (πιθ. συγγενές προς το Λατ. dors-um).

Russian (Dvoretsky)

δειρή: дор. δειρά
1) шея Hom., Theocr.: τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς Her. ожерелье;
2) горло HH;
3) перен. пасть (sc. Ταρτάρου Hes.);
4) горная гряда (Ἀρκαδίας δειραί Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειρή Ion. voor δέρη.

Frisk Etymological English

See also: s. δέρη.

Middle Liddell

perhaps akin to Lat. dorsum note that we get δέρη not δέρα, even in attic.]
the neck, throat, Il., Hdt.; attic Trag.

Frisk Etymology German

δειρή: {deirḗ}
See also: s. δέρη.
Page 1,358