ἐπαρτής: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ές, bereit, gerüstet, fertig; ἑταῖροι Od. 8, 151; [[νῆες]] Ap. Rh. 1, 234; [[δαίς]] 2, 1177 u. a. sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ές, bereit, gerüstet, fertig; ἑταῖροι Od. 8, 151; [[νῆες]] Ap. Rh. 1, 234; [[δαίς]] 2, 1177 u. a. sp. D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />préparé, prêt.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀρτάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαρτής''': -ές, ([[ἀρτέομαι]]) ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι, «ἕτοιμοι, ἐπηρτησμένοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 151, πρβλ. Ξ. 332, Τ. 289· [[νῆες]], ἐδωδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 234, Γ. 299. | |lstext='''ἐπαρτής''': -ές, ([[ἀρτέομαι]]) ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι, «ἕτοιμοι, ἐπηρτησμένοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 151, πρβλ. Ξ. 332, Τ. 289· [[νῆες]], ἐδωδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 234, Γ. 299. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 15:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (cf. sq.) A ready-equipped, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι Od.8.151, cf. 14.332; νῆες, ἐδωδή, A.R.1.235, 3.299. II (ἐπαρτάω) depending, ἐπαρτέες ἐκ νεφελάων . . πηγυλίδες Orph.Fr.270.1 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 905] ές, bereit, gerüstet, fertig; ἑταῖροι Od. 8, 151; νῆες Ap. Rh. 1, 234; δαίς 2, 1177 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
préparé, prêt.
Étymologie: ἐπί, ἀρτάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρτής: -ές, (ἀρτέομαι) ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι, «ἕτοιμοι, ἐπηρτησμένοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 151, πρβλ. Ξ. 332, Τ. 289· νῆες, ἐδωδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 234, Γ. 299.
English (Autenrieth)
ές (root ἀρ): equipped, ready. (Od.)
Greek Monolingual
ἐπαρτής, -ές (Α)
1. έτοιμος, προετοιμασμένος («ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι», Ομ. Οδ.)
2. εξαρτημένος, κρεμασμένος από κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ, εξαρτώ»].
ο
ναυτ. όργανο για ανύψωση βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. αρ- (αίρω < αργω) + επίθημα -της].
Greek Monotonic
ἐπαρτής: -ές (ἀρτάω), έτοιμος για εργασία, εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρτής: готовый, снаряженный (ἑταίροι Hom.).