ἀρτεμής: Difference between revisions
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artemis | |Transliteration C=artemis | ||
|Beta Code=a)rtemh/s | |Beta Code=a)rtemh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[safe and sound]], ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα <span class="bibl">Il.5.515</span>; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισι <span class="bibl">Od. 13.43</span>, cf.<span class="bibl">A.R.1.415</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Iamb.</span>1.227</span>.—Ep. word; etym. of [[Ἄρτεμις]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>406b</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:50, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, safe and sound, ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Il.5.515; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισι Od. 13.43, cf.A.R.1.415, Call.Iamb.1.227.—Ep. word; etym. of Ἄρτεμις, Pl.Cra.406b.
German (Pape)
[Seite 361] ές (vgl. ἄρτιος), unversehrt, frisch u. gesund; ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Iliad. 5, 515. 7, 308; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν Od. 13, 43; σκέλος Philip. 9 (VI, 203); vgl. Plat. Crat. 406 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτεμής: -ές, (ἄρτιος) σῶος, ἀκέραιος, ἀβλαβής, ὑγιής, ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Ἰλ. Ε. 515· φίλοισι σὺν ἀρτεμέεσσι Ὀδ. Ν. 43, πρβλ. Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 415. - Ἐπ. λέξις.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dat. pl. épq. ἀρτεμέεσσι;
sain et sauf.
Étymologie: DELG ?
English (Autenrieth)
ές: safe and sound, Il. 5.515, Od. 13.43.
Spanish (DGE)
-ές
sano y salvo, integro ὡς εἶδον ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόντα Il.5.515, 7.308, σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν Od.13.43, σὺν ἀρτεμέεσσιν ἑταίροις A.R.1.415, σκέλος AP 6.203 (Laco), πόδες Orph.L.355, cf. Call.Fr.194.31, Hippon.108.6, Ael.Fr.99, Artem.2.35
•como explicación de la etim. de Ἄρτεμις: διὰ τὸ ἀρτεμὲς φαίνεται Pl.Cra.406b.
Greek Monolingual
ἀρτεμής, -ές (Α)
ο ακέραιος, ο αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α' συνθετικό της λ. είναι το αρτι- (αρτεμής < αρτι-δεμής, πρβλ. δέμας «σώμα») ή το αρ-(αρτεμής < αρι-, με συγκοπή του -ι + τέμος, πρβλ. τημελώ «φροντίζω, μεριμνώ»). Οπωσδήποτε η υπόθεση ότι ο τ. συνδέεται με το όνομα Άρτεμις οφείλεται σε παρετυμολογία].
Greek Monotonic
ἀρτεμής: -ές (ἄρτιος), ασφαλής και αβλαβής, σώος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτεμής: здоровый, целый, невредимый Hom., Plat., Plut., Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: fresh, healthy (Il.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. The word has been explained as: haplology from *ἀρτι-δεμής (to δέμας, Prellwitz); ἀρ- = ἀρι- (cf. ἀρπεδής) and *τέμος (to τημελέω, Fick-Bechtel Personennamen 439, vgl. Hoffmann Dial. 2, 235). Cf. also Ehrlich Betonung 43 n. 2.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἀρτεμής: {artemḗs}
Meaning: frisch, gesund (ep. seit Il.)
Derivative: Davon zwei späte Ableitungen: ἀρτεμέω gesund sein (Nonn.), ἀρτεμία Gesundheit (Max., AP, Prokl.).
Etymology: Unerklärt. Mehrere vergebliche Deutungsversuche: haplologisch aus *ἀρτιδεμής (zu δέμας, Prellwitz); ἀρ- = ἀρι- (vgl. ἀρπεδής) und *τέμος (zu τημελέω, Fick-Bechtel Personennamen 439, vgl. Hoffmann Dial. 2, 235). Noch anders Ehrlich Betonung 43 A. 2.
Page 1,153