ταλαντιαῖος: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1064.png Seite 1064]] ein Talent schwer, werth, auf ein Talent geschätzt, ein Talent im Vermögen habend; [[οἶκος]], Dem. 27, 64; [[ἔγγυος]], Arist. oec. 2, 23; [[κτῆσις]], Pol. 24, 4, 3; [[μισθός]], Ath. IV, 148 b; komisch νοσήματα, Alc. com. bei Poll. 9, 53. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1064.png Seite 1064]] ein Talent schwer, werth, auf ein Talent geschätzt, ein Talent im Vermögen habend; [[οἶκος]], Dem. 27, 64; [[ἔγγυος]], Arist. oec. 2, 23; [[κτῆσις]], Pol. 24, 4, 3; [[μισθός]], Ath. IV, 148 b; komisch νοσήματα, Alc. com. bei Poll. 9, 53. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> de la valeur d'un talent;<br /><b>2</b> de la grosseur <i>ou</i> du poids d'un talent.<br />'''Étymologie:''' [[τάλαντον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰλαντιαῖος''': -α, -ον, [[ἄξιος]] ταλάντου, [[οἶκος]] Δημ. 833. 23· [[κτῆσις]] Πολύβ. 24. 4, 3· νοσήματα ταλ., εἰς ἃ δαπανᾶται [[τάλαντον]], πιθαν. ὡς ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀλκαῖος ὁ Κωμικ. ἐν «Ἐνδυμίωνι» 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἀξίαν ἑνὸς ταλάντου, δηλ. ἔχων, κατέχων ἓν [[τάλαντον]], Κράτης ἐν «Τόλμαις» 2· [[ἔγγυος]] τ., παρέχων ἐγγύησιν διὰ τὸ ποσὸν ἑνὸς ταλάντου, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 23. ΙΙ. ζυγίζων ἓν [[τάλαντον]], [[ξύλον]] ὁ αὐτ. περὶ Οὐραν. 4. 4, 4· [[λιθοβόλος]] τ., μηχανὴ ἐκσφενδονῶσα λίθους βάρους ἑνὸς ταλάντου, Πολύβ. 9. 41, 8. 2) ἐν ᾧ τὸ [[βραβεῖον]] [[εἶναι]] [[τάλαντον]], ἀγὼν Συλλ. Ἐπιγρ. 2810. 9. | |lstext='''τᾰλαντιαῖος''': -α, -ον, [[ἄξιος]] ταλάντου, [[οἶκος]] Δημ. 833. 23· [[κτῆσις]] Πολύβ. 24. 4, 3· νοσήματα ταλ., εἰς ἃ δαπανᾶται [[τάλαντον]], πιθαν. ὡς ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀλκαῖος ὁ Κωμικ. ἐν «Ἐνδυμίωνι» 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἀξίαν ἑνὸς ταλάντου, δηλ. ἔχων, κατέχων ἓν [[τάλαντον]], Κράτης ἐν «Τόλμαις» 2· [[ἔγγυος]] τ., παρέχων ἐγγύησιν διὰ τὸ ποσὸν ἑνὸς ταλάντου, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 23. ΙΙ. ζυγίζων ἓν [[τάλαντον]], [[ξύλον]] ὁ αὐτ. περὶ Οὐραν. 4. 4, 4· [[λιθοβόλος]] τ., μηχανὴ ἐκσφενδονῶσα λίθους βάρους ἑνὸς ταλάντου, Πολύβ. 9. 41, 8. 2) ἐν ᾧ τὸ [[βραβεῖον]] [[εἶναι]] [[τάλαντον]], ἀγὼν Συλλ. Ἐπιγρ. 2810. 9. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 09:45, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον,
A worth a talent, οἶκος D.27.64; κτῆσις Plb.23.4.3; νοσήματα ταλαντιαῖα = costing a talent, prob. in fee to the physician, Alc.Com.12.
2 of persons, worth a talent, i.e. possessed of a talent, Crates Com.32; ἔγγυοι ταλαντιαῖοι = giving surety to the amount of a talent, Arist.Oec.1350a19.
II weighing a talent, ξύλον Id.Cael.311b3; λιθοβόλος ταλαντιαῖος = an engine throwing stones of a talent weight, Plb.9.41.8 codd.; πετροβόλος ταλαντιαῖος Ph.Bel.85.2.
2 in which the prize is a talent, ἀγών CIG2810.18 (Aphrodisias).
German (Pape)
[Seite 1064] ein Talent schwer, werth, auf ein Talent geschätzt, ein Talent im Vermögen habend; οἶκος, Dem. 27, 64; ἔγγυος, Arist. oec. 2, 23; κτῆσις, Pol. 24, 4, 3; μισθός, Ath. IV, 148 b; komisch νοσήματα, Alc. com. bei Poll. 9, 53.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de la valeur d'un talent;
2 de la grosseur ou du poids d'un talent.
Étymologie: τάλαντον.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαντιαῖος: -α, -ον, ἄξιος ταλάντου, οἶκος Δημ. 833. 23· κτῆσις Πολύβ. 24. 4, 3· νοσήματα ταλ., εἰς ἃ δαπανᾶται τάλαντον, πιθαν. ὡς ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀλκαῖος ὁ Κωμικ. ἐν «Ἐνδυμίωνι» 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἀξίαν ἑνὸς ταλάντου, δηλ. ἔχων, κατέχων ἓν τάλαντον, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 2· ἔγγυος τ., παρέχων ἐγγύησιν διὰ τὸ ποσὸν ἑνὸς ταλάντου, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 23. ΙΙ. ζυγίζων ἓν τάλαντον, ξύλον ὁ αὐτ. περὶ Οὐραν. 4. 4, 4· λιθοβόλος τ., μηχανὴ ἐκσφενδονῶσα λίθους βάρους ἑνὸς ταλάντου, Πολύβ. 9. 41, 8. 2) ἐν ᾧ τὸ βραβεῖον εἶναι τάλαντον, ἀγὼν Συλλ. Ἐπιγρ. 2810. 9.
English (Strong)
from τάλαντον; talent-like in weight: weight of a talent.
English (Thayer)
ταλαντιαία, ταλαντιαιον (τάλαντον, which see; like δραχμιαῖος, στιγμιαιος, δακτυλιαιος, λιτριαιος, etc.; see Lob. ad Phryn., p. 544), of the weight or worth of a talent: Demosthenes, Aristotle, Polybius, Diodorus, Josephus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. αυτός που έχει αξία ενός ταλάντου («ἕτεροι μὲν οἶκοι ταλαντιαῖοι καὶ διτάλαντοι καταληφθέντες», Δημοσθ.)
2. αυτός που η περιουσία του είναι ένα τάλαντο
3. αυτός που έχει βάρος ενός ταλάντου
4. (για πράξη ή για αγώνα) αυτός του οποίου η αμοιβή ή το βραβείο είναι ένα τάλαντο («ταλαντιαῖος ἀγών», επιγρ.)
5. φρ. α) «νοσήματα ταλαντιαῖα» — οι ασθένειες για τών οποίων τη θεραπεία δαπανάται ένα τάλαντο (Αλκ. Κωμ.)
β) «ἔγγυος ταλαντιαῖος» — αυτός που παρέχει εγγύηση για το ποσό ενός ταλάντου (Αριστοτ.)
γ) «λιθοβόλος [ή πετροβόλος] ταλαντιαῖος» — πολεμική μηχανή που εκσφενδονίζει λίθους βάρους ενός ταλάντου (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + κατάλ. -ιαίος].
Greek Monotonic
τᾰλαντιαῖος: -α, -ον, αυτός που αξίζει όσο ένα τάλαντο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλαντιαῖος:
1) стоимостью в один талант (οἶκος Dem.; κτῆσις Polyb.);
2) вносящий залог в один талант (ὁ ἔγγυος Arst.);
3) (тж. μέγας ὡς τ. NT) весом в один талант (πανοπλία Plut.);
4) мечущий камни весом в талант (λιθοβόλος Arst.).
Middle Liddell
τᾰλαντιαῖος, η, ον
worth a talent, Dem. [from τάλαντον
Chinese
原文音譯:talantia‹oj 他嵐提埃哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:重量
字義溯源:一他連得重;源自(τάλαντον)=重量,他連得),而 (τάλαντον)出自(Τίτος)Y*=背負)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 一他連得(1) 啓16:21