στερέμνιος: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=steremnios
|Transliteration C=steremnios
|Beta Code=stere/mnios
|Beta Code=stere/mnios
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.10</span>:— = [[στερεός]], [[hard]], [[fast]], [[firm]], οὐρανός <span class="title">Placit.</span>2.11.2; φύσις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epin.</span>981d</span>; ὠτειλαί Aret. [[l.c.]]; σιτίον <span class="bibl">Ath.1.10c</span>; <b class="b3">τὰ σ</b>. [[solid]] food, <span class="bibl"><span class="title">BKT</span>3p.20</span>; also <b class="b3">τὰ σ</b>. [[solid objects]], <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Ep.</span>1pp.9</span>, al. U. (also sg., <span class="bibl">Id.<span class="title">Nat.</span>2.3</span>, al.); σ. πύκνωμα Phld.<span class="title">D.</span>3.11; τὰ -ώτερα <span class="bibl">D.S.1.7</span>; <b class="b3">σ. κίνησις</b> [[stable]] motion, <span class="bibl">Bito 60.7</span>. Adv. <b class="b3">-ίως</b> [[firmly]], <b class="b3">κλῖμαξ σ. ἐνδεδεμένη</b> ibid., cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Alim.</span>5</span>.
|Definition=α, ον, also ος, ον Aret.SD2.10:— = [[στερεός]], [[hard]], [[fast]], [[firm]], [[οὐρανός]] Placit.2.11.2; [[φύσις]] Pl.Epin.981d; ὠτειλαί Aret. [[l.c.]]; [[σιτίον]] Ath.1.10c; [[τὰ στερέμνια]] = [[solid]] [[food]], BKT3p.20; also [[τὰ στερέμνια]] [[solid objects]], Epicur. Ep.1pp.9, al. U. (also sg., Id.Nat.2.3, al.); στερέμνιον πύκνωμα Phld.D.3.11; τὰ στερεμνιώτερα D.S.1.7; στερεμνία [[κίνησις]] = [[stable]] [[motion]], Bito 60.7. Adv. [[στερεμνίως]] = [[firmly]], [[κλῖμαξ]] στερεμνία ἐνδεδεμένη ibid., cf. Hp.Alim.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στερέμνιος -α -ον [~ στερεός] hard, vast, stevig.
|elnltext=στερέμνιος -α -ον [~ στερεός] hard, vast, stevig.
}}
}}

Revision as of 09:06, 28 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερέμνιος Medium diacritics: στερέμνιος Low diacritics: στερέμνιος Capitals: ΣΤΕΡΕΜΝΙΟΣ
Transliteration A: sterémnios Transliteration B: steremnios Transliteration C: steremnios Beta Code: stere/mnios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Aret.SD2.10:— = στερεός, hard, fast, firm, οὐρανός Placit.2.11.2; φύσις Pl.Epin.981d; ὠτειλαί Aret. l.c.; σιτίον Ath.1.10c; τὰ στερέμνια = solid food, BKT3p.20; also τὰ στερέμνια solid objects, Epicur. Ep.1pp.9, al. U. (also sg., Id.Nat.2.3, al.); στερέμνιον πύκνωμα Phld.D.3.11; τὰ στερεμνιώτερα D.S.1.7; στερεμνία κίνησις = stable motion, Bito 60.7. Adv. στερεμνίως = firmly, κλῖμαξ στερεμνία ἐνδεδεμένη ibid., cf. Hp.Alim.5.

German (Pape)

[Seite 936] = στερεός, hart, Plat. Epin. 981 d; leibhaftig, Sext. Emp. adv. log. 2, 63, wie ib. 65 στερέμνιον σῶμα, Ggstz von εὶδωλον. – Neutr. τὸ στερέμνιον = das Himmelsgewölbe, das Firmament, Scholl. Hom.

Greek (Liddell-Scott)

στερέμνιος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10, Εὐστ.· - μεταγεν. τύπος τοῦ στερεός, σκληρός, στερεός, σταθερός, ἔμπεδος, ἰσχυρός, οὐρανὸς Ἐμπεδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 500· φύσις Πλάτ. Ἐπιν. 981D· ὠτειλαὶ Ἀρετ. ἔνθ’ ἀνωτ. σιτίον Ἀθήν. 10C· ἡ πίστις στερεμνιωτέρα τῆς ἀκοῆς Κλήμ. Ἀλ. 120· τὰ στερέμνια, στερεὰ πράγματα, τὰ ὄντως ὄντα, πραγματικά, Ἐπίκουρος παρὰ Διογ. Λ. 10. 46, 48· τὰ στερεμνιώτερα Διόδ. 1. 7, Ἡσύχ., Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -ίως Ἱππ. 380. 50.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ, θηλ. και στερέμνιος Α
στερεός, σκληρός («στερεμνιωτέρα τροφή», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ στερεμνία
στερεότητα, σταθερότητα
αρχ.
1. σταθερός
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερέμνια
α) οι στερεές τροφές
β) τα στερεά αντικείμενα.
επίρρ...
στερεμνίως ΜΑ
στέρεα, σταθεράκλίμαξ στερεμνίως ἐνδεδεμένη», Βίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. στερε- ενός αμάρτυρου τ. στέρεμα (< στερεός), πρβλ. ἔρυμα: ἐρυμνός, με επίθημα -μν-ίος (μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -μην, πρβλ. λιμήν: λίμνη, ἀτέρα-μν-ος)].

Russian (Dvoretsky)

στερέμνιος: твердый, жесткий (φόσις Plat.; σῶμα Sext.): σ. οὐρανός Emped. небесная твердь.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερέμνιος -α -ον [~ στερεός] hard, vast, stevig.