κεραμεοῦς: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1420.png Seite 1420]] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für [[κεράμιος]], [[κεράμεος]] u. [[κεραμαῖος]]; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. [[κεράμειος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1420.png Seite 1420]] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für [[κεράμιος]], [[κεράμεος]] u. [[κεραμαῖος]]; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. [[κεράμειος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εᾶ, εοῦν;<br /><i>c.</i> [[κεράμειος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερᾰμεοῦς''': ᾶ, οῦν, ([[κέραμος]]) ἐκ πηλοῦ, [[πήλινος]], Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. [[τύπος]] δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ [[τύπος]] [[κεράμειος]], -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ [[κεραμαῖος]] ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· [[κεραμιαῖος]] ἐν Φίλωνι 2. 273 ([[ἔνθα]] κεραμεᾶς)· [[κεράμιος]] παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147. | |lstext='''κερᾰμεοῦς''': ᾶ, οῦν, ([[κέραμος]]) ἐκ πηλοῦ, [[πήλινος]], Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ [[χρῶμα]] [[κεραμεοῦς]] Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. [[τύπος]] δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ [[τύπος]] [[κεράμειος]], -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ [[κεραμαῖος]] ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· [[κεραμιαῖος]] ἐν Φίλωνι 2. 273 ([[ἔνθα]] κεραμεᾶς)· [[κεράμιος]] παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:29, 1 October 2022
English (LSJ)
ᾶ, οῦν, (κέραμος) of clay or earth, earthen, μάνην εἶχε κεραμεοῦν ἁδρόν Nico 1, cf. IG22.463.51, Thphr.HP5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are κεράμειος, Plu.Galb.12; κεράμεος, Pl.Ly.219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; κεράμιος, Str.17.2.3; κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.
German (Pape)
[Seite 1420] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für κεράμιος, κεράμεος u. κεραμαῖος; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. κεράμειος.
French (Bailly abrégé)
εᾶ, εοῦν;
c. κεράμειος.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμεοῦς: ᾶ, οῦν, (κέραμος) ἐκ πηλοῦ, πήλινος, Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ τύπος κεράμειος, -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος εἶναι ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ κεραμαῖος ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 (ἔνθα ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· κεραμιαῖος ἐν Φίλωνι 2. 273 (ἔνθα κεραμεᾶς)· κεράμιος παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147.
Greek Monolingual
κεραμεοῦς, -ᾶ, -οῦν (Α) κέραμος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.
Greek Monotonic
κεραμεοῦς: -ᾶ, -οῦν (κέραμος), φτιαγμένος απο πηλό, πήλινος, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμεοῦς -ᾶ -οῦν [κέραμος] van klei, aarden.
Middle Liddell
κέραμος
of clay, earthen, Plat.