νοτερός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />humide ; τὸ νοτερόν l’humidité.<br />'''Étymologie:''' [[νότος]].
|btext=ά, όν :<br />humide ; τὸ νοτερόν l'humidité.<br />'''Étymologie:''' [[νότος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:18, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτερός Medium diacritics: νοτερός Low diacritics: νοτερός Capitals: ΝΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: noterós Transliteration B: noteros Transliteration C: noteros Beta Code: notero/s

English (LSJ)

ά, όν, (νότος) damp, moist, δρόσος Simon. 183.9; βλέφαρον, ὕδωρ, E.Alc.598, Ion149 (both lyr.); ἀνεμώνη AP5.73 (Rufin.); χειμὼν ν. a storm of rain, Th.3.21; πνεῦμα Porph.Antr.II (Comp.); τόπος Thphr.HP5.9.8, cf. Epicur. Ep.2p.50U.; χωρία Onos.8.2; τὸ ν. moisture, Pl.Ti.60c.

Greek (Liddell-Scott)

νοτερός: -ά, -όν, (νότος) ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, δρόμος Σιμωνίδ. (;) 179 βλέφαρα, Εὐρ. Ἄλκ. 598, ὡς ἐπίθετ. τοῦ ὕδατος, νοτερὸν ὕδωρ βάλλων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 149· χειμὼν ν., θύελλα μετὰ βροχῆς, Θουκ. 3. 21· τὸ ν., ἡ ὑγρότης, ὑγρασία, Πλάτ. Τίμ. 60C.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
humide ; τὸ νοτερόν l'humidité.
Étymologie: νότος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νοτερός, -ά, -όν)
γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.)
μσν.
(για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν
η υγρασία.
επίρρ...
νοτερά
με νοτερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ερός (πρβλ. νοσ-ερός, φθον-ερός)].

Greek Monotonic

νοτερός: -ά, -όν (νότος), υγρός, γεμάτος από υγρασία, νοτισμένος, σε Ευρ.· χειμὼν νοτερός, καταιγίδα, θύελλα με βροχή, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

νοτερός:
1) влажный, мокрый (πέπλων πτύξ, βλέφαρα Eur.);
2) текучий, прозрачный (ὕδωρ Eur.);
3) дождливый, с ливнями (χειμών Thuc.).

Middle Liddell

νοτερός, ή, όν νότος
wet, damp, moist, Eur.; χειμὼν ν. a storm of rain, Thuc.

English (Woodhouse)

rainy, wet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)