Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥομβοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ές, von der Gestalt eines [[ῥόμβος]], rhomboidisch, [[σχῆμα]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ές, von der Gestalt eines [[ῥόμβος]], rhomboidisch, [[σχῆμα]], Sp.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a la forme d’une toupie <i>ou p. suite</i> d’un losange, rhomboïde ; τὸ ῥομβοειδές PLUT le monument en forme de losange, <i>à Mégare</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόμβος]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥομβοειδής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ῥόμβου, [[ὅμοιος]] ῥόμβῳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Στράβ. 78, κτλ.· ῥ. [[σχῆμα]], τετράπλευρον ἔχον μόνον τὰς [[ἀπέναντι]] πλευρὰς καὶ γωνίας ἴσας, λίθους ... τῷ σχήματι ῥομβοειδεῖς Ἡγήσανδρος παρ’ Ἀθην. 107Α, Εὐκλ. 1. ὁρισμ. 33· τὸ ῥομβοειδές, [[τόπος]] ἐν Μεγάροις, Πλουτ. Θησ. 27.
|lstext='''ῥομβοειδής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ῥόμβου, [[ὅμοιος]] ῥόμβῳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Στράβ. 78, κτλ.· ῥ. [[σχῆμα]], τετράπλευρον ἔχον μόνον τὰς [[ἀπέναντι]] πλευρὰς καὶ γωνίας ἴσας, λίθους ... τῷ σχήματι ῥομβοειδεῖς Ἡγήσανδρος παρ’ Ἀθην. 107Α, Εὐκλ. 1. ὁρισμ. 33· τὸ ῥομβοειδές, [[τόπος]] ἐν Μεγάροις, Πλουτ. Θησ. 27.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a la forme d’une toupie <i>ou p. suite</i> d’un losange, rhomboïde ; τὸ ῥομβοειδές PLUT le monument en forme de losange, <i>à Mégare</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόμβος]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥομβοειδής Medium diacritics: ῥομβοειδής Low diacritics: ρομβοειδής Capitals: ΡΟΜΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: rhomboeidḗs Transliteration B: rhomboeidēs Transliteration C: romvoeidis Beta Code: r(omboeidh/s

English (LSJ)

ές, rhombus-shaped, rhomboidal, Hp.Art.35, Str.2.1.22, etc.; ῥ. σχῆμα rhomboid, i.e. a four-sided figure with only the opposite sides and angles equal, Euc.1 Def.22, Ph.Bel.52.30, Ptol. Alm.7.5, cf. Hegesand.37; τὸ ῥ. στερεόν (v. ῥόμβος B.1 b) Simp.in Cael.410.5:—τὸ ῥ., a place at Megara, Plu.Thes.27.

German (Pape)

[Seite 848] ές, von der Gestalt eines ῥόμβος, rhomboidisch, σχῆμα, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la forme d’une toupie ou p. suite d’un losange, rhomboïde ; τὸ ῥομβοειδές PLUT le monument en forme de losange, à Mégare.
Étymologie: ῥόμβος, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥομβοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ῥόμβου, ὅμοιος ῥόμβῳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Στράβ. 78, κτλ.· ῥ. σχῆμα, τετράπλευρον ἔχον μόνον τὰς ἀπέναντι πλευρὰς καὶ γωνίας ἴσας, λίθους ... τῷ σχήματι ῥομβοειδεῖς Ἡγήσανδρος παρ’ Ἀθην. 107Α, Εὐκλ. 1. ὁρισμ. 33· τὸ ῥομβοειδές, τόπος ἐν Μεγάροις, Πλουτ. Θησ. 27.

Greek Monolingual

-ές / ῥομβοειδής, -ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με ρόμβο, αυτός που έχει σχήμα ρόμβου
2. φρ. «ρομβοειδές σχήμα» — τετράπλευρο που έχει τις απέναντι μόνο πλευρές και γωνίες ίσες
3. φρ. «ρομβοειδές στερεό(ν)» — στερεό σχήμα που αποτελείται από δύο κώνους ενωμένους στη βάση τους, όπως είναι η σβούρα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ρομβοειδές
μαθ. παραλληλόγραμμο του οποίου οι προσκείμενες πλευρές είναι άνισες και οι γωνίες δεν είναι ορθές
2. φρ. α) «ρομβοειδές τετράπλευρο» (γεωδ.) το τετράπλευρο που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη της γεωδαιτικής βάσης κατά την εκτέλεση αυτοτελούς τριγωνομετρικού δικτύου
β) «ρομβοειδής βόθρος»
ανατ. το πρόσθιο τοίχωμα της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου
γ) «ρομβοειδής εγκέφαλος»
ανατ. το μέρος του εγκεφάλου στο πίσω μέρος του κρανίου, που αποτελείται από τη γέφυρα, την παρεγκεφαλίδα και τον προμήκη μυελό
δ) «ρομβοειδής μυς» — μυς της οπίσθιας ραχιαίας επιφάνειας του κορμού, πιο κάτω από τον τραπεζοειδή, που, όταν συστέλλεται, φέρει προς τα άνω και έσω την ωμοπλάτη
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Ῥομβοειδές
τοποθεσία στα Μέγαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος + -ειδής].

Greek Monotonic

ῥομβοειδής: -ές (εἶδος)· αυτός που έχει σχήμα ρόμβου, σε Στράβ.· ῥομβοειδὲς σχῆμα, ρόμβος, τετράπλευρο σχήμα, που έχει μόνο τις απέναντι πλευρές και γωνίες ίσες.

Russian (Dvoretsky)

ῥομβοειδής: ромбовидный (sc. τὸ σχῆμα Plut.).

Middle Liddell

ῥομβο-ειδής, ές εἶδος
rhomboidal, Strab.; ῥ. σχῆμα a rhomboid, a four-sided figure with the opposite sides and angles equal.