ἐπιφώσκω: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] = [[ἐπιφαύσκω]], aufleuchten, erscheinen, vom Anbruch des Tages, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] = [[ἐπιφαύσκω]], aufleuchten, erscheinen, vom Anbruch des Tages, N. T. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> commencer à luire;<br /><b>2</b> faire briller.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φώς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιφώσκω''': ὡς τὸ [[ἐπιφαύσκω]], [[προβαίνω]] πρὸς τὸ λυκαυγές, καὶ σάββατον ἐπέφωσκε, ἐξημέρωνε σάββατον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54, κατὰ Ματθ. κη΄, 1· ἐπιφωσκούσης τῆς ὀγδόης Συλλ. Ἐπιγρ. 9119. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] τι νὰ ἐκπέμπῃ (φῶς), [[φέγγος]] Ποιητ. Βοταν. 25. | |lstext='''ἐπιφώσκω''': ὡς τὸ [[ἐπιφαύσκω]], [[προβαίνω]] πρὸς τὸ λυκαυγές, καὶ σάββατον ἐπέφωσκε, ἐξημέρωνε σάββατον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54, κατὰ Ματθ. κη΄, 1· ἐπιφωσκούσης τῆς ὀγδόης Συλλ. Ἐπιγρ. 9119. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] τι νὰ ἐκπέμπῃ (φῶς), [[φέγγος]] Ποιητ. Βοταν. 25. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 15:35, 2 October 2022
English (LSJ)
=ἐπιφαύσκω, grow towards daylight, dawn, Ev.Matt. 28.1, Ev.Luc.23.54, PL
German (Pape)
[Seite 1002] = ἐπιφαύσκω, aufleuchten, erscheinen, vom Anbruch des Tages, N. T.
French (Bailly abrégé)
1 commencer à luire;
2 faire briller.
Étymologie: ἐπί, φώς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφώσκω: ὡς τὸ ἐπιφαύσκω, προβαίνω πρὸς τὸ λυκαυγές, καὶ σάββατον ἐπέφωσκε, ἐξημέρωνε σάββατον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54, κατὰ Ματθ. κη΄, 1· ἐπιφωσκούσης τῆς ὀγδόης Συλλ. Ἐπιγρ. 9119. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ ἐκπέμπῃ (φῶς), φέγγος Ποιητ. Βοταν. 25.
English (Strong)
a form of ἐπιφαύω; to begin to grow light: begin to dawn, X draw on.
English (Thayer)
(imperfect ἐπεφωσκον); to grow light, to dawn (cf. Buttmann, 68 (60)): εἰς, εἰς, A. II:1.
Greek Monolingual
ἐπιφώσκω (Α)
1. πλησιάζω προς το λυκαυγές, προς το ξημέρωμα («σάββατον ἐπέφωσκε», ΚΔ)
2. συντελώ ώστε να εκπέμπει κάτι φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φώσκω.
Greek Monotonic
ἐπιφώσκω: (φάος, φῶς), οδεύω προς την αυγή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφώσκω: (рас)светать: τῇ ἐπιφωσκούσῃ (sc. ἡμέρᾳ) NT с наступлением дня.
Middle Liddell
φάος, φῶς]
to draw towards dawn, NTest.
Chinese
原文音譯:™pfèskw 誒披-賀士可
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-光
字義溯源:露出曙光,天快亮,快到,突然發出,拉近,放光;源自(ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)=光照);而 (ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)出自(ἐπιφαίνω)=照耀),由(ἐπί)*=在⋯上)與(φαίνω)=發光)組成;其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=顯示)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 快到了(1) 路23:54;
2) 天快亮(1) 太28:1