ὀξυθυμία: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 34: | Line 34: | ||
|woodrun=[[quick temper]], [[quickness of temper]], [[quickness to anger]] | |woodrun=[[quick temper]], [[quickness of temper]], [[quickness to anger]] | ||
}} | }} | ||
==Translations== | |||
Bulgarian: раздразнителност, избухливост; Catalan: irascibilitat; Ancient Greek: [[ὀξυθυμία]]; Italian: [[irascibilità]]; Latin: [[iracundia]]; Spanish: [[irascibilidad]], [[iracundia]] |
Revision as of 20:21, 2 September 2022
English (LSJ)
ἡ, vivacity of temper or instability of temper, sudden anger, irascibility, hot temper, Hp.Epid.2.4.4, E.Andr.728, Ruf. ap. Orib.inc. 6.5; excitability, ἐς γέλωτα Aret.SD1.5, cf. Poll.2.231(v.l.).
German (Pape)
[Seite 352] ἡ, der Jähzorn, Eur. Andr. 729.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠθῡμία: ἡ, αἰφνίδιος θυμός, Ἱππ. 1037F, Εὐρ. Ἀνδρ. 728, Πολυδ. Β΄, 231.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
accès de colère.
Étymologie: ὀξύθυμος.
Greek Monolingual
η (Α ὀξυθυμία) οξύθυμος
η ιδιότητα του οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία
αρχ.
1. αιφνίδιος, οξύς θυμός
2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού
3. ερεθισμός.
ὀξυθύμια, τὰ (Α)
τόποι σε σταυροδρόμια τριών δρόμων κοντά σε αγάλματα της Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν έτσι γιατί τη φωτιά τήν άναβαν με κλάδους του φυτού θύμος, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί σε δαρμό ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύθυμον, ονομασία φυτού
βλ. λ. οξύθυμος].
Greek Monotonic
ὀξῠθῡμία: ἡ, ξαφνικός θυμός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠθῡμία: ἡ вспышка гнева, приступ ярости Eur.
Middle Liddell
ὀξῠθῡμία, ἡ,
sudden anger, Eur. [from ὀξύθῡμος]
English (Woodhouse)
quick temper, quickness of temper, quickness to anger
Translations
Bulgarian: раздразнителност, избухливост; Catalan: irascibilitat; Ancient Greek: ὀξυθυμία; Italian: irascibilità; Latin: iracundia; Spanish: irascibilidad, iracundia