λινόπτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0049.png Seite 49]] ὁ, eigtl. der am Netze Acht giebt, ob sich Etwas darin fängt, u. übh. der auf Etwas aufpaßt, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0049.png Seite 49]] ὁ, eigtl. der am Netze Acht giebt, ob sich Etwas darin fängt, u. übh. der auf Etwas aufpaßt, VLL.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui a l'œil sur la ligne <i>ou</i> sur le filet.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ὄψομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνόπτης''': -ου, ὁ, ([[ὄψομαι]]) ὁ παραφυλάττων τὰ δίκτυα [[ὅπως]] ἴδῃ ἂν συνελήφθη τι, Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1178, Πολυδ. Εʹ, 17, Ἡσύχ.
|lstext='''λῐνόπτης''': -ου, ὁ, ([[ὄψομαι]]) ὁ παραφυλάττων τὰ δίκτυα [[ὅπως]] ἴδῃ ἂν συνελήφθη τι, Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1178, Πολυδ. Εʹ, 17, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui a l'œil sur la ligne <i>ou</i> sur le filet.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ὄψομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόπτης Medium diacritics: λινόπτης Low diacritics: λινόπτης Capitals: ΛΙΝΟΠΤΗΣ
Transliteration A: linóptēs Transliteration B: linoptēs Transliteration C: linoptis Beta Code: lino/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὄψομαι) one who watches nets to see whether anything is caught, Arist. ap. Sch.Ar.Pax 1178, Poll.5.17, Hsch.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, eigtl. der am Netze Acht giebt, ob sich Etwas darin fängt, u. übh. der auf Etwas aufpaßt, VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui a l'œil sur la ligne ou sur le filet.
Étymologie: λίνον, ὄψομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπτης: -ου, ὁ, (ὄψομαι) ὁ παραφυλάττων τὰ δίκτυα ὅπως ἴδῃ ἂν συνελήφθη τι, Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1178, Πολυδ. Εʹ, 17, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λινόπτης, ὁ (Α)
αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί κάτι σε αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -όπτης (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. επόπτης, υπερόπτης].

Greek Monotonic

λῐνόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), αυτός που παρατηρεί τα δίχτυα για να δει αν κάτι πιάστηκε σε αυτά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόπτης: ου adj. m внимательно следящий за неводом, высматривающий Arst.

Middle Liddell

λῐν-όπτης, ου, ὁ, ὄψομαι, fut. of ὁράω
one who watches nets to see whether anything is caught, Arist.