πρυμνήτης: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=prumnh/ths
|Beta Code=prumnh/ths
|Definition=ου, ὁ, [[steersman]] ; ''metaph'', χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the [[pilot]]' of the State, A. ''Eu.'' 16 ; ἄνδρα… π. [[χθονός]] ''ib.'' 765. as masc. ''Adj.'', = [[πρυμνήσιος]] (of or from a [[ship]]'s [[stern]], [[pertain]]ing to the [[stern]]), π. [[κάλως]] E. ''Med.'' 770. of a [[fair]] [[wind]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ἀργέστης]], ARh. 4.1628.
|Definition=ου, ὁ, [[steersman]] ; ''metaph'', χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the [[pilot]]' of the State, A. ''Eu.'' 16 ; ἄνδρα… π. [[χθονός]] ''ib.'' 765. as masc. ''Adj.'', = [[πρυμνήσιος]] (of or from a [[ship]]'s [[stern]], [[pertain]]ing to the [[stern]]), π. [[κάλως]] E. ''Med.'' 770. of a [[fair]] [[wind]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ἀργέστης]], ARh. 4.1628.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de la poupe : [[πρυμνήτης]] [[κάλως]] EUR câble de la poupe, amarre ; <i>fig.</i> [[πρυμνήτης]] [[ἄναξ]] ESCHL <i>ou</i> [[ἀνήρ]] ESCHL le pilote (de l'État).<br />'''Étymologie:''' [[πρύμνα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρυμνήτης''': -ου, ὁ, ([[πρύμνα]]) ὁ [[κυβερνήτης]] ἢ [[πηδαλιοῦχος]], οὗ ἡ [[θέσις]] [[εἶναι]] ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. [[ἄναξ]], ὁ [[πηδαλιοῦχος]] τῆς χώρας, [[κυβερνήτης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς [[αὐτόθι]] 765· πρβλ. [[πρῳράτης]]. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]] Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.
|lstext='''πρυμνήτης''': -ου, ὁ, ([[πρύμνα]]) ὁ [[κυβερνήτης]] ἢ [[πηδαλιοῦχος]], οὗ ἡ [[θέσις]] [[εἶναι]] ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. [[ἄναξ]], ὁ [[πηδαλιοῦχος]] τῆς χώρας, [[κυβερνήτης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς [[αὐτόθι]] 765· πρβλ. [[πρῳράτης]]. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]] Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de la poupe : [[πρυμνήτης]] [[κάλως]] EUR câble de la poupe, amarre ; <i>fig.</i> [[πρυμνήτης]] [[ἄναξ]] ESCHL <i>ou</i> [[ἀνήρ]] ESCHL le pilote (de l'État).<br />'''Étymologie:''' [[πρύμνα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:42, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνήτης Medium diacritics: πρυμνήτης Low diacritics: πρυμνήτης Capitals: ΠΡΥΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: prymnḗtēs Transliteration B: prymnētēs Transliteration C: prymnitis Beta Code: prumnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, steersman ; metaph, χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the pilot' of the State, A. Eu. 16 ; ἄνδρα… π. χθονός ib. 765. as masc. Adj., = πρυμνήσιος (of or from a ship's stern, pertaining to the stern), π. κάλως E. Med. 770. of a fair wind, v.l. for ἀργέστης, ARh. 4.1628.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de la poupe : πρυμνήτης κάλως EUR câble de la poupe, amarre ; fig. πρυμνήτης ἄναξ ESCHL ou ἀνήρ ESCHL le pilote (de l'État).
Étymologie: πρύμνα.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνήτης: -ου, ὁ, (πρύμνα) ὁ κυβερνήτηςπηδαλιοῦχος, οὗ ἡ θέσις εἶναι ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. ἄναξ, ὁ πηδαλιοῦχος τῆς χώρας, κυβερνήτης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς αὐτόθι 765· πρβλ. πρῳράτης. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. ναύτης του πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά της πρύμνης
2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος της πρύμνης, ο ούριος
αρχ.
1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, του οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο οιακιστής
2. μτφ. ο ηγεμόνας χώρας
3. (για ούριο άνεμο) ο αργέστης
4. ως επίθ. πρυμνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + επίθημα -ητης (πρβλ. ἀλ-ήτης: ἄλη, ἀγορ-ητής: ἀγορᾱ, μαχ-ητής: μάχη, τ. που πρέπει να έχουν προέλθει μάλλον από ουσ. σε -η παρά από τα αντίστοιχα ρ. σε - / -άω)].

Greek Monotonic

πρυμνήτης: -ου, ὁ (πρύμνα),
I. πηδαλιούχος, κυβερνήτης· μεταφ., χώρας πρυμνήτης ἄναξ, ο κυβερνήτης της πολιτείας, σε Αισχύλ.
II. ως αρσ. επίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρυμνήτης: ου adj. m кормовой (κάλως Eur.): π. ἄναξ или ἀνήρ Aesch. кормчий.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυμνήτης -ου [πρύμνη] stuurman (die op achtersteven staat); overdr..; χώρας τῆσδε πρυμνήτης ἄναξ de heerser die dit land bestuurt Aeschl. Eum. 16; adj. van de achtersteven, achtersteven-:. ἐκ τοῦδ’ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων hij is de kade waaraan ik de kabel van mijn achtersteven zal bevestigen Eur. Med. 770.

Middle Liddell

πρυμνήτης, ου, ὁ, πρύμνα
I. the steersman:—metaph., χώρας πρ. ἄναξ " the pilot" of the State, Aesch.
II. as masc. adj. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Eur.

English (Woodhouse)

of the stem

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)