ἐπίχαρις: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epicharis | |Transliteration C=epicharis | ||
|Beta Code=e)pi/xaris | |Beta Code=e)pi/xaris | ||
|Definition=ὁ, ἡ, neut. [[ἐπίχαρι]], [[pleasing]], [[charming]], οὐδ' ἐ. Ἄρης <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>910</span> (lyr.), etc.; ἐ. ἐν ταῖς συνουσίαις <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.4</span>; χάρις οὐκ ἐ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>853d</span>; σιμός, ἐ. κληθείς <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>474d</span>; | |Definition=ὁ, ἡ, neut. [[ἐπίχαρι]], [[pleasing]], [[charming]], οὐδ' ἐ. Ἄρης <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>910</span> (lyr.), etc.; ἐ. ἐν ταῖς συνουσίαις <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.4</span>; χάρις οὐκ ἐ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>853d</span>; σιμός, ἐ. κληθείς <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>474d</span>; [[θηρίον]] ἐπίχαρι, of the [[hare]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>5.33</span>; [[τὸ ἐπίχαρι]] = [[pleasantness of manner]], <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>2.6.12</span>; [[elegance]], of mathematical study, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>528d</span>: Comp. and Sup. <b class="b3">ἐπιχαριτώτερος, ἐπιχαριτώτατος</b> (as if from ἐπιχάριτος which is found later, <span class="bibl">Alciphr. 2.4</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>166</span>, prob. in <span class="bibl">164</span>), <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>7.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">Oec.</span>7.37</span>. Adv. [[ἐπιχαρίτως]] <span class="bibl">Id.<span class="title">Ap.</span>4</span>, <span class="bibl">Isoc.15.8</span>; Boeot. [[ἐπιχαρίτως]] dub. l. in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>867</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:26, 10 September 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. ἐπίχαρι, pleasing, charming, οὐδ' ἐ. Ἄρης A.Th.910 (lyr.), etc.; ἐ. ἐν ταῖς συνουσίαις X.Cyr.1.4.4; χάρις οὐκ ἐ. Pl.Lg.853d; σιμός, ἐ. κληθείς Id.R.474d; θηρίον ἐπίχαρι, of the hare, X.Cyn.5.33; τὸ ἐπίχαρι = pleasantness of manner, Id.An.2.6.12; elegance, of mathematical study, Pl.R.528d: Comp. and Sup. ἐπιχαριτώτερος, ἐπιχαριτώτατος (as if from ἐπιχάριτος which is found later, Alciphr. 2.4, Ptol.Tetr.166, prob. in 164), X.Smp.7.5, Oec.7.37. Adv. ἐπιχαρίτως Id.Ap.4, Isoc.15.8; Boeot. ἐπιχαρίτως dub. l. in Ar.Ach.867.
German (Pape)
[Seite 1002] ι, anmuthig, reizend, gefällig, οὐδ' ἐπίχαρις Ἄρης Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; θηρίον, der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχᾰρις: ὁ, ἡ, οὐδ. ἐπίχαρι, εὐάρεστος, εὐχάριστος, θελκτικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 910 (ἔνθα ὅμως τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ δάκτυλον, οἷον τὸ εὔχαρις), κτλ.· ἐπ. ἐν ταῖς συνουσίαις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· χάρις οὐκ ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 853D· σιμὸς ἐπ. κληθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε· θηρίον ἐπ., ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 33· τὸ ἐπίχαρι, τρόπος εὐάρεστος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 12, Πλάτ. Πολ. 528D· τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. εἶναι ἐπιχαριτώτερος, -τατος (ἐκ θετικοῦ ἐπιχάριτος), συχν. παρὰ Ξεν., πρβλ. Bornem. ἐν Συμπ. 3. 9., 7, 5. Τὸ Ἐπίρρ. εἶναι ὡσαύτως ἐπιχαρίτως, Ξεν. Ἀπολ. 4, Ἰσοκρ. 311Ε· Βοιωτ. ἐπιχαρίττως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 867, πρβλ. ἐπιχαρίζομαι.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιτος;
plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l'amabilité, la grâce.
Étymologie: ἐπιχαίρω.
Greek Monolingual
ἐπίχαρις, -ι (AM)
1. χαριτωμένος, ευχάριστος, γεμάτος χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχαρι
α) ευχάριστο ήθος, πολιτισμένη συμπεριφορά
β) κομψότητα κατασκευής ή συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρις (< χάρις)].
Greek Monotonic
ἐπίχᾰρις: ὁ, ἡ, ουδ. -χαρι, ευχάριστος, συμπαθητικός, αρεστός, χαριτωμένος, σε Αισχύλ., Ξεν.· τὸ ἐπίχαρι, ευγένεια στη συμπεριφορά, στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι ἐπιχαριτώτερος, ἐπιχαριτώτατος (όπως αν προερχόταν από το ἐπιχάριτος), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, ἐπιχαρίτως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχᾱρις: ι, gen. ῐτος
1) любезный, приятный, обходительный (ἐν ταῖς σινουσίαις Xen.): ὧν δὴ χάριν οὐκ ἐπίχαριν Plat. ирон. по прискорбной милости этих-то (людей);
2) ласковый, кроткий (θηρίον Xen.).
Middle Liddell
pleasing, agreeable, charming, Aesch., Xen.:— τὸ ἐπίχαρι pleasantness of manner, Xen.—The comp. and Sup. are ἐπιχαριτώτερος, -τατος (as if from ἐπιχάριτοσ), Xen.: adv. is also ἐπιχαρίτως, Xen.