θεουδής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1198.png Seite 1198]] ές (schwerlich = [[θεοειδής]], was nach der Analogie θεώδης gäbe, richtiger mit Buttm. Lexil. I, 169 ff. [[θεός]] u. [[δέος]], für θεοδεής), <b class="b2">gottesfürchtig, fromm</b>, [[νόος]], [[θυμός]], Od. 6, 121. 19, 364; βασιλεὺς θεουδὴς ἀνάσσων 19, 109. Bei sp. D., wie Qu. Sm. 1, 64. 3, 775, übh. = [[θεῖος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1198.png Seite 1198]] ές (schwerlich = [[θεοειδής]], was nach der Analogie θεώδης gäbe, richtiger mit Buttm. Lexil. I, 169 ff. [[θεός]] u. [[δέος]], für θεοδεής), <b class="b2">gottesfürchtig, fromm</b>, [[νόος]], [[θυμός]], Od. 6, 121. 19, 364; βασιλεὺς θεουδὴς ἀνάσσων 19, 109. Bei sp. D., wie Qu. Sm. 1, 64. 3, 775, übh. = [[θεῖος]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui craint les dieux, pieux, religieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[δέος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεουδής''': -ές, φοβούμενος τὸν θεόν, «θεοφοβούμενος», [[εὐσεβής]], Λατ. pius, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., καί [[σφιν]] [[νόος]] ἐστὶ θεουδὴς Ζ. 121, πρβλ. Θ. 201, Ι. 176· θεουδέα θυμὸν ἔχοντα Τ. 364· βασιλῆος... [[ὅστε]] θεουδὴς Τ. 109· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (Κοινῶς θεωρεῖται ὡς συνῃρημ. ἐκ τοῦ [[θεοειδής]]· ἀλλ’ ἡ [[ἀναλογία]] θὰ ἀπῄτει θεώδης, πρὸς δὲ καὶ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ συμφραζόμενα. Πιθανῶς ὀρθῶς φρονεῖ ὁ Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.) νομίζων τὴν λέξιν ὡς ποιητ. κατὰ μεταπλασμὸν τύπου τοῦ θεοδεής, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Β. 119, καὶ τὰ Παλατιν. Σχόλ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν διὰ τοῦ [[δεισιδαίμων]]. Μεταγεν. [[ὅμως]] ποιηταί, ὡς Κόϊντ. Σμ. 1. 64., 3. 775, χρῶνται τῷ θεουδὴς ἀκριβῶς ὡς συνωνύμῳ τῷ [[θεῖος]].)
|lstext='''θεουδής''': -ές, φοβούμενος τὸν θεόν, «θεοφοβούμενος», [[εὐσεβής]], Λατ. pius, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., καί [[σφιν]] [[νόος]] ἐστὶ θεουδὴς Ζ. 121, πρβλ. Θ. 201, Ι. 176· θεουδέα θυμὸν ἔχοντα Τ. 364· βασιλῆος... [[ὅστε]] θεουδὴς Τ. 109· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (Κοινῶς θεωρεῖται ὡς συνῃρημ. ἐκ τοῦ [[θεοειδής]]· ἀλλ’ ἡ [[ἀναλογία]] θὰ ἀπῄτει θεώδης, πρὸς δὲ καὶ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ συμφραζόμενα. Πιθανῶς ὀρθῶς φρονεῖ ὁ Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.) νομίζων τὴν λέξιν ὡς ποιητ. κατὰ μεταπλασμὸν τύπου τοῦ θεοδεής, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Β. 119, καὶ τὰ Παλατιν. Σχόλ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν διὰ τοῦ [[δεισιδαίμων]]. Μεταγεν. [[ὅμως]] ποιηταί, ὡς Κόϊντ. Σμ. 1. 64., 3. 775, χρῶνται τῷ θεουδὴς ἀκριβῶς ὡς συνωνύμῳ τῷ [[θεῖος]].)
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui craint les dieux, pieux, religieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[δέος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth