πάνορμος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0461.png Seite 461]] geeignet, bequem zum Landen, und vor Anker zu gehen, λιμένες, Od. 13, 195.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0461.png Seite 461]] geeignet, bequem zum Landen, und vor Anker zu gehen, λιμένες, Od. 13, 195.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait sûr pour atterrir <i>ou</i> mettre à l'ancre.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ὅρμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάνορμος''': -ον, ἐπὶ λιμένος, εἰς ὃν πᾶσα [[ναῦς]] καὶ ἐν παντὶ ἀνέμῳ ὁρμίζεται, λιμένες τε πάνορμοι Ὀδ. Ν. 195. ΙΙ. Πάνορμος, ὁ, [[ὄνομα]] διαφόρων παραθαλασσίων [[πόλεων]] μετὰ λιμένων, ὧν ἐπισημοτάτη ἦτο ἡ νῦν Ἰταλιστὶ καλουμένη Palermo, Θουκ. 6. 2, κτλ.· - Πανορμῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Διοδ. Ἐκλογ. 498. 52· Πανορμῖτις, ιδος, ἡ, ἡ [[χώρα]] τοῦ Πανόρμου, Πολύβ. 1. 4, 2. - [[Κατὰ]] Στέφανον τὸν Βυζάντιον: «Πάνορμος, [[πόλις]] Σικελίας καὶ [[λιμήν]], ὡς Πολύβιος (1. 38, 7)· οἱ κατοικοῦντες Πανορμηνοί· ὁ δὲ τοῦ ἐν Σικελίᾳ [[πολίτης]] Πανορμίτης, τὸ θηλυκὸν Πανορμῖτις, λέγεται δὲ καὶ Πανορμεύς». - [[Κατὰ]] τὸν Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. (Α. 954) «λιμὴν τοῦ Κυζίκου, οὗ [[ὁμώνυμος]] [[πόλις]] ἐν Σικελίᾳ».
|lstext='''πάνορμος''': -ον, ἐπὶ λιμένος, εἰς ὃν πᾶσα [[ναῦς]] καὶ ἐν παντὶ ἀνέμῳ ὁρμίζεται, λιμένες τε πάνορμοι Ὀδ. Ν. 195. ΙΙ. Πάνορμος, ὁ, [[ὄνομα]] διαφόρων παραθαλασσίων [[πόλεων]] μετὰ λιμένων, ὧν ἐπισημοτάτη ἦτο ἡ νῦν Ἰταλιστὶ καλουμένη Palermo, Θουκ. 6. 2, κτλ.· - Πανορμῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Διοδ. Ἐκλογ. 498. 52· Πανορμῖτις, ιδος, ἡ, ἡ [[χώρα]] τοῦ Πανόρμου, Πολύβ. 1. 4, 2. - [[Κατὰ]] Στέφανον τὸν Βυζάντιον: «Πάνορμος, [[πόλις]] Σικελίας καὶ [[λιμήν]], ὡς Πολύβιος (1. 38, 7)· οἱ κατοικοῦντες Πανορμηνοί· ὁ δὲ τοῦ ἐν Σικελίᾳ [[πολίτης]] Πανορμίτης, τὸ θηλυκὸν Πανορμῖτις, λέγεται δὲ καὶ Πανορμεύς». - [[Κατὰ]] τὸν Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. (Α. 954) «λιμὴν τοῦ Κυζίκου, οὗ [[ὁμώνυμος]] [[πόλις]] ἐν Σικελίᾳ».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait sûr pour atterrir <i>ou</i> mettre à l'ancre.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ὅρμος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνορμος Medium diacritics: πάνορμος Low diacritics: πάνορμος Capitals: ΠΑΝΟΡΜΟΣ
Transliteration A: pánormos Transliteration B: panormos Transliteration C: panormos Beta Code: pa/normos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A always fit for mooring in, λιμένες Od.13.195. II

German (Pape)

[Seite 461] geeignet, bequem zum Landen, und vor Anker zu gehen, λιμένες, Od. 13, 195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sûr pour atterrir ou mettre à l'ancre.
Étymologie: πᾶν, ὅρμος.

Greek (Liddell-Scott)

πάνορμος: -ον, ἐπὶ λιμένος, εἰς ὃν πᾶσα ναῦς καὶ ἐν παντὶ ἀνέμῳ ὁρμίζεται, λιμένες τε πάνορμοι Ὀδ. Ν. 195. ΙΙ. Πάνορμος, ὁ, ὄνομα διαφόρων παραθαλασσίων πόλεων μετὰ λιμένων, ὧν ἐπισημοτάτη ἦτο ἡ νῦν Ἰταλιστὶ καλουμένη Palermo, Θουκ. 6. 2, κτλ.· - Πανορμῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Διοδ. Ἐκλογ. 498. 52· Πανορμῖτις, ιδος, ἡ, ἡ χώρα τοῦ Πανόρμου, Πολύβ. 1. 4, 2. - Κατὰ Στέφανον τὸν Βυζάντιον: «Πάνορμος, πόλις Σικελίας καὶ λιμήν, ὡς Πολύβιος (1. 38, 7)· οἱ κατοικοῦντες Πανορμηνοί· ὁ δὲ τοῦ ἐν Σικελίᾳ πολίτης Πανορμίτης, τὸ θηλυκὸν Πανορμῖτις, λέγεται δὲ καὶ Πανορμεύς». - Κατὰ τὸν Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. (Α. 954) «λιμὴν τοῦ Κυζίκου, οὗ ὁμώνυμος πόλις ἐν Σικελίᾳ».

English (Autenrieth)

offering moorage at all points, ‘convenient for landing,’ Od. 13.195†.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος / πάνορμος, -ον, ΝΜΑ
1. (για λιμάνι ή όρμο) αυτός στον οποίο είναι δυνατή η ασφαλής καταφυγή πλοίων
2. το αρσ. ως ουσ. ο πάνορμος
φυσικό λιμάνι ή όρμος στον οποίο προσορμίζεται πλοίο με κάθε άνεμο
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ονομασία διαφόρων παραθαλάσσιων πόλεων με λιμάνι, από τις οποίες η πιο γνωστή ήταν η αρχαία ελληνική αποικία Πάνορμος στη Σικελία, το σημερινό Παλέρμο («Σαλόεντα καὶ Πάνορμον ἐγγὺς τῶν Ἐλύμων», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὅρμος (ΙΙ) (πρβλ. άν-ορμος)].

Greek Monotonic

πάνορμος: -ον·
I. αυτός που είναι καθόλα κατάλληλος για προσάραξη ή αποβίβαση, σε Ομήρ. Οδ. II. Πάνορμος, , αρχαίο όνομα για το Παλέρμο, σε Θουκ.· Πανορμῖτις, -ιδος, , η γεωγραφική περιοχή του, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

πάνορμος: (ᾰ) вполне удобный для причаливания (λιμένες Hom.).

Middle Liddell

πάν-ορμος, ον,
I. always fit for landing in, Od.
II.