ἀπόπληκτος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)po/plhktos | |Beta Code=a)po/plhktos | ||
|Definition=ον, ([[ἀποπλήσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[disabled by a stroke]],<br><span class="bld">1</span> in mind, [[struck dumb]], [[astounded]], Hdt.2.173, cf. S.Ph.731; ἀποπλήκτῳ ποδί Id.Fr.248; [[senseless]], οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀπόπληκτος D.21.143, cf. Men.Epit. 344, Phld.Ir.p.82 W., D.Chr.11.100; ἀπόπληκτος καὶ [[παντελῶς]] [[μαινόμενος]] D. 34.16; ὃ νυνὶ ποεῖς ἀ. ἐστι Men.Pk.246; ἀποπληκτότερος [[μῦθος]] D.Chr.11.54.<br><span class="bld">2</span> in body, [[paralysed]], [[crippled]], Hdt.1.167, Pl.Com.130; [[ἀπόπληκτος τὰς γνάθους]] = [[struck dumb]], Ar.V.948.<br><span class="bld">3</span> Medic., [[stricken with paralysis]], Hp.Aph.6.57; [[μέρος]] [[paralysed]], Id.Flat.13: so [[σκέλος]] Id. ap. Aret.SD1.7; [[ἀπόπληκτοι]] = [[cases of apoplexy]], Id.Aph.3.16. | |Definition=ον, ([[ἀποπλήσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[disabled by a stroke]],<br><span class="bld">1</span> in mind, [[struck dumb]], [[astounded]], Hdt.2.173, cf. S.Ph.731; ἀποπλήκτῳ ποδί Id.Fr.248; [[senseless]], οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀπόπληκτος D.21.143, cf. Men.Epit. 344, Phld.Ir.p.82 W., D.Chr.11.100; ἀπόπληκτος καὶ [[παντελῶς]] [[μαινόμενος]] D. 34.16; ὃ νυνὶ ποεῖς ἀ. ἐστι Men.Pk.246; ἀποπληκτότερος [[μῦθος]] D.Chr.11.54.<br><span class="bld">2</span> in body, [[paralysed]], [[crippled]], Hdt.1.167, Pl.Com.130; [[ἀπόπληκτος τὰς γνάθους]] = [[struck dumb]], Ar.V.948.<br><span class="bld">3</span> Medic., [[stricken with paralysis]], Hp.Aph.6.57; [[μέρος]] [[paralysed]], Id.Flat.13: so [[σκέλος]] Id. ap. Aret.SD1.7; [[ἀπόπληκτοι]] = [[cases of apoplexy]], Id.Aph.3.16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>medic. [[que sufre parálisis]], [[apoplético]], [[paralítico]] ὅλος ὥνθρωπος ἀ. γίνεται Hp.<i>Flat</i>.13, cf. <i>Aph</i>.6.57, <i>Coac</i>.157, <i>Morb</i>.2.6a, <i>VC</i> 19, Cael.Aur.<i>CP</i> 1.15.123, D.C.68.33.3, [[ἔμβρυον]] Hp.<i>Mul</i>.1.33, πάντα τὰ παριόντα ... ἐγίνετο ... ἀπόπληκτα, ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζυγία καὶ ἄνθρωποι a causa de un [[pecado]], Hdt.1.167, de los malos actores ὥσπερ ἀπόπληκτοι στάδην ἑστῶτες ὠρύονται Pl.Com.138<br /><b class="num">•</b>c. ac. de rel. [[paralítico]] ἀπόπληκτοι μὲν χεῖρας καὶ πόδας Hp.<i>Morb</i>.1.3, fig. [[ἀπόπληκτος τὰς γνάθους]] = [[paralítico de las mandíbulas]], [[mudo]] Ar.<i>V</i>.948<br /><b class="num">•</b>de partes del [[cuerpo]] ἀπόπληκτόν τι τοῦ σώματος γενέσθαι Hp.<i>Morb</i>.1.4, <i>Aph</i>.7.40, σκέλος Hp. en Aret.<i>SD</i> 1.7.2<br /><b class="num">•</b>subst. [[οἱ ἀπόπληκτοι]] = [[apoplejías]] Hp.<i>Aph</i>.3.16, <i>Virg</i>.1.<br /><b class="num">2</b> fig. [[atontado]], [[estúpido]], [[insensato]] por op. a ‘[[loco]]’ μανεὶς ἢ ... ἀ. Hdt.2.173, [[ἄφρων]] οὐδ' ἀ. D.21.143, ἀ. καὶ μαινόμενον D.34.16, ἃ οὐδέποτ' ἂν ἐποίησεν Ἀχιλλεὺς μή γε ἀ. ὤν D.Chr.11.100, cf. Archestr.<i>SHell</i>.154.15, Plu.2.472c, en voc. [[ἀπόπληκτε]] ¡[[chalado]]!</i> Men.<i>Asp</i>.239<br /><b class="num">•</b>ἀποπλήκτῳ ποδί [[insensatamente]]</i> S.<i>Fr</i>.248<br /><b class="num">•</b>de acciones, palabras, cosas ὥσθ' ὃ μὲν νυνὶ ποιεῖς ἀπόπληκτόν ἐστιν Men.<i>Pc</i>.496, μῦθος D.Chr.11.54, cf. Phld.<i>Ir</i>.40.40, <i>Rh</i>.1.56<br /><b class="num">•</b>por el asombro [[pasmado]], [[atónito]], [[estupefacto]] τί ... σιωπᾷς κἀπόπληκτος ὧδ' ἔχῃ; S.<i>Ph</i>.731, ἀπόπληχθ', ἕστηκας ἐμβλέπων ἐμοί; Men.<i>Sam</i>.105, cf. <i>Epit</i>.561, Teles 7 p.59.8.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀποπλήκτως]] = [[insensatamente]] Poll.5.121. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a l'esprit frappé ; qui a perdu la raison, stupide;<br /><b>2</b> estropié, impotent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποπλήσσω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a l'esprit frappé ; qui a perdu la raison, stupide;<br /><b>2</b> estropié, impotent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποπλήσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἀποπλήσσω)
A disabled by a stroke,
1 in mind, struck dumb, astounded, Hdt.2.173, cf. S.Ph.731; ἀποπλήκτῳ ποδί Id.Fr.248; senseless, οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀπόπληκτος D.21.143, cf. Men.Epit. 344, Phld.Ir.p.82 W., D.Chr.11.100; ἀπόπληκτος καὶ παντελῶς μαινόμενος D. 34.16; ὃ νυνὶ ποεῖς ἀ. ἐστι Men.Pk.246; ἀποπληκτότερος μῦθος D.Chr.11.54.
2 in body, paralysed, crippled, Hdt.1.167, Pl.Com.130; ἀπόπληκτος τὰς γνάθους = struck dumb, Ar.V.948.
3 Medic., stricken with paralysis, Hp.Aph.6.57; μέρος paralysed, Id.Flat.13: so σκέλος Id. ap. Aret.SD1.7; ἀπόπληκτοι = cases of apoplexy, Id.Aph.3.16.
Spanish (DGE)
-ον
I 1medic. que sufre parálisis, apoplético, paralítico ὅλος ὥνθρωπος ἀ. γίνεται Hp.Flat.13, cf. Aph.6.57, Coac.157, Morb.2.6a, VC 19, Cael.Aur.CP 1.15.123, D.C.68.33.3, ἔμβρυον Hp.Mul.1.33, πάντα τὰ παριόντα ... ἐγίνετο ... ἀπόπληκτα, ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζυγία καὶ ἄνθρωποι a causa de un pecado, Hdt.1.167, de los malos actores ὥσπερ ἀπόπληκτοι στάδην ἑστῶτες ὠρύονται Pl.Com.138
•c. ac. de rel. paralítico ἀπόπληκτοι μὲν χεῖρας καὶ πόδας Hp.Morb.1.3, fig. ἀπόπληκτος τὰς γνάθους = paralítico de las mandíbulas, mudo Ar.V.948
•de partes del cuerpo ἀπόπληκτόν τι τοῦ σώματος γενέσθαι Hp.Morb.1.4, Aph.7.40, σκέλος Hp. en Aret.SD 1.7.2
•subst. οἱ ἀπόπληκτοι = apoplejías Hp.Aph.3.16, Virg.1.
2 fig. atontado, estúpido, insensato por op. a ‘loco’ μανεὶς ἢ ... ἀ. Hdt.2.173, ἄφρων οὐδ' ἀ. D.21.143, ἀ. καὶ μαινόμενον D.34.16, ἃ οὐδέποτ' ἂν ἐποίησεν Ἀχιλλεὺς μή γε ἀ. ὤν D.Chr.11.100, cf. Archestr.SHell.154.15, Plu.2.472c, en voc. ἀπόπληκτε ¡chalado! Men.Asp.239
•ἀποπλήκτῳ ποδί insensatamente S.Fr.248
•de acciones, palabras, cosas ὥσθ' ὃ μὲν νυνὶ ποιεῖς ἀπόπληκτόν ἐστιν Men.Pc.496, μῦθος D.Chr.11.54, cf. Phld.Ir.40.40, Rh.1.56
•por el asombro pasmado, atónito, estupefacto τί ... σιωπᾷς κἀπόπληκτος ὧδ' ἔχῃ; S.Ph.731, ἀπόπληχθ', ἕστηκας ἐμβλέπων ἐμοί; Men.Sam.105, cf. Epit.561, Teles 7 p.59.8.
II adv. ἀποπλήκτως = insensatamente Poll.5.121.
German (Pape)
[Seite 319] niedergeschlagen, a) vom Schlagfluß getroffen, Her. 1, 167; Medic.; τὰς γνάθους, von Einem, der verstummt, Ar. Vesp. 948. – b) betäubt, bestürzt, Soph. Phil. 721; sinnlos, dumm, Her. 2, 173; neben ἄφρων Dem. 21, 143; Dio Chrys. II, 403. – καὶ παντελῶς μαινόμενος Dem. 34, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a l'esprit frappé ; qui a perdu la raison, stupide;
2 estropié, impotent.
Étymologie: ἀποπλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπληκτος:
1) разбитый параличом Her.: ἀ. ἐγένετο τὰς γνάθους Arph. у него отнялись челюсти, т. е. он онемел;
2) отупевший, тупоумный, слабоумный, Her., Soph., Dem., Plut.
Greek Monolingual
ἀπόπληκτος, -ον (Α) αποπλήσσω
1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος
2. εμβρόντητος
3. ανόητος
4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» — άλαλος, μουγγός
5. «ἀπόπληκτοι» — νόσοι που προκαλούν αποπληξία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπληκτος: -ον, (ἀποπλήσσω) ὁ παθὼν ἀποπληξίαν. 1) ἀπόπληκτος κατὰ τὸν νοῦν, ὡς τὸ Λατ. attomitus, ἐμβρόντητος, Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. Σοφ. Φ. 731· οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ’ ἀπόπληκτος Δημ. 561. 10· ἀπ. καὶ παντελῶς μαινόμενος ὁ αὐτ. 912. 10. 2) κατὰ τὸ σῶμα, ἀνάπηρος καταστάς. Λατ. sideratus, Ἡρόδ. 1. 167, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σκευαῖς» 1· ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους, «πιάσθηκαν τὰ σαγόνια του», κατέστη ἄλαλος, Ἀριστοφ. Σφ. 948. 3) παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσιν, ὁ ὑπὸ ἀποπληξίας προσβληθείς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἢν δὲ ἀπόπληκτον ὁ Ἱπποκράτης εἴπῃ σκέλος τὸ κατ’ ἴξιν, ὡς νεκρῶδες, τὸ ἀχρεῖον καὶ τὸ ἀναλθὲς θέλει φράσαι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - ἀπόπληκτοι, ἀποπληκτικαὶ νόσοι, ἀποπληξίαι, Ἱππ. Ἀφ. 1247.
Greek Monotonic
ἀπόπληκτος: -ον (ἀποπλήσσω), αυτός που έπαθε αποπληξία, που τον έπληξε εγκεφαλικό επεισόδιο.
1. λέγεται για τον νου, επομένως εμβρόντητος, άναυδος, αποσβολωμένος, αυτός που έχει πάθει άνοια, σε Ηρόδ., Δημ.
2. λέγεται για το σώμα, επομένως παράλυτος, αυτός που έχει μείνει ανάπηρος, Λατ. sideratus, σε Ηρόδ.· ἀπόπληκτος τὰς γνάθους, αυτός που έχασε τη δυνατότητα να μιλάει λόγω αποπληξίας, άναυδος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἀποπλήσσω
disabled by a stroke,
1. in mind, struck dumb, astounded, senseless, stupid, Hdt., Dem.
2. in body, crippled, palsied, Lat. sideratus, Hdt.; ἀπ. τὰς γνάθους struck dumb, Ar.