ἀνίλεως: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0237.png Seite 237]] unbarmherzig, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0237.png Seite 237]] unbarmherzig, N. T.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />impitoyable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἵλεως]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνίλεως''': [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), [[ἀνηλεής]], ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. [[ἀνέλεος]]. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.
|lstext='''ἀνίλεως''': [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), [[ἀνηλεής]], ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. [[ἀνέλεος]]. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />impitoyable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἵλεως]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 12:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίλεως Medium diacritics: ἀνίλεως Low diacritics: ανίλεως Capitals: ΑΝΙΛΕΩΣ
Transliteration A: aníleōs Transliteration B: anileōs Transliteration C: anileos Beta Code: a)ni/lews

English (LSJ)

[ῑ], ων, Att. for ἀνίλαος (not in use), unmerciful, Ep.Jac. 2.13 (s. v.l.), Hdn.Epim.257.

Spanish (DGE)

-ων
1 despiadado Hdn.Epim.257.
2 adv. despiadadamente ἐπεὶ οὖν ἔκειτο τὰ ἥπατά μου ἀνίλεως κατὰ τοῦ Ἰωσήφ T.Gad 5.11.

German (Pape)

[Seite 237] unbarmherzig, N. T.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
impitoyable.
Étymologie: , ἵλεως.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίλεως: [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. ἀνέλεος. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and ἵλεως; inexorable: without mercy.

English (Thayer)

ἀνιλεων, genitive ἀνιλέω (ἵλεως, Attic for ἴλαος), without mercy, merciless: R G). Found nowhere else (except Herodian, epim. 257). Cf. ἀνέλεος.

Greek Monolingual

(I)
ἀνίλεως, -ων
βλ. ανήλεος.
(II)
κ. ἀνήλεος, -η, -ο (AM ἀνίλεως, -ων
μσν. και ἀνήλεος, -ον)
ο ανηλεής, ο δίχως έλεος, ο άσπλαχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιων.-αττ. ίλεως «ευμενής, σπλαχνικός»].

Greek Monotonic

ἀνίλεως: [ῑ], -ων, ανηλεής, άσπλαχνος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνίλεως: ων NT v.l. = ἀνέλεος.

Middle Liddell

unmerciful, NTest.

Chinese

原文音譯:¢n⋯lewj 安-衣累哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-慈祥的
字義溯源:無情的,無仁慈的,無憐憫的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἵλεως)*=歡愉的)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 無憐憫的(1) 雅2:13