ἀφρόντιστος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0415.png Seite 415]] 1) sorglos, unbekümmert, Xen. Symp. 6, 6; τινός, um etwas, Plut.; ἀφροντίστως ἔχειν Xen. Cyr. 1, 6, 42. – 2) unvorhergesehen, Aesch. Ag. 1350. – 3) wahnsinnig, [[ἔρως]] Theocr. 10, 20; ὡς ἀφροντίστως ἔχει, er ist seiner Sinne nicht mächtig, Soph. Ai. 348.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0415.png Seite 415]] 1) sorglos, unbekümmert, Xen. Symp. 6, 6; τινός, um etwas, Plut.; ἀφροντίστως ἔχειν Xen. Cyr. 1, 6, 42. – 2) unvorhergesehen, Aesch. Ag. 1350. – 3) wahnsinnig, [[ἔρως]] Theocr. 10, 20; ὡς ἀφροντίστως ἔχει, er ist seiner Sinne nicht mächtig, Soph. Ai. 348.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> dont on ne se préoccupe pas, inattendu;<br /><b>2</b> libre de soucis.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[φροντίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφρόντιστος''': -ον, ὁ μὴ φροντίζων, [[ἄφροντις]], [[ἀμέριμνος]], [[ἀδιάφορος]], Λατ. securus, Ξεν. Συμπ. 6, 6· [[ἔρως]] Θεόκρ. 10. 20· ― μετὰ γεν., τοῦ καλοῦ Πολύβ. 38. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -τως Σοφ. Τρ. 366 Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 1· ἀφρ. ἔχειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ [[ἄφρων]] [[εἶναι]] Σοφ. Αἴ. 355. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις, [[ἀπροσδόκητος]], ἐμοὶ δ’ ἀγὼν ὅδ’ οὐκ ἀφρ… ἦλθε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1377.
|lstext='''ἀφρόντιστος''': -ον, ὁ μὴ φροντίζων, [[ἄφροντις]], [[ἀμέριμνος]], [[ἀδιάφορος]], Λατ. securus, Ξεν. Συμπ. 6, 6· [[ἔρως]] Θεόκρ. 10. 20· ― μετὰ γεν., τοῦ καλοῦ Πολύβ. 38. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -τως Σοφ. Τρ. 366 Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 1· ἀφρ. ἔχειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ [[ἄφρων]] [[εἶναι]] Σοφ. Αἴ. 355. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις, [[ἀπροσδόκητος]], ἐμοὶ δ’ ἀγὼν ὅδ’ οὐκ ἀφρ… ἦλθε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1377.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> dont on ne se préoccupe pas, inattendu;<br /><b>2</b> libre de soucis.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[φροντίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρόντιστος Medium diacritics: ἀφρόντιστος Low diacritics: αφρόντιστος Capitals: ΑΦΡΟΝΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aphróntistos Transliteration B: aphrontistos Transliteration C: afrontistos Beta Code: a)fro/ntistos

English (LSJ)

ον, A thoughtless, heedless, X.Smp. 6.6; Ἔρως Theoc.10.20; ἐς τὸ ἀ. ἐπαίρεσθαι D.C.47.11. Adv. -τως without taking thought, inconsiderately, S.Tr.366, Timo 67.3; ἀ. ἔχειν to be heedless, X.Cyr.1.6.42; πρὸς τὸ μέλλον Plb.3.79.2; euphemism for ἄφρων εἶναι, S.Aj.355. 2 without causing anxiety, Ruf. ap. Orib.45.30.20. II Pass., unthought of, unexpected, ἐμοὶ δ' ἀγὼν ὅδ' οὐκ ἀ. . . ἦλθε A.Ag.1377.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. irreflexivo, imprudente εἰ. ἀ. ἐκαλούμην X.Smp.6.6, ὡφρόντιστος Ἔρως Theoc.10.20, ψυχή D.C.55.15.7
subst. τὸ. ἀ. imprudencia ἐς τὸ ἀ. ὑπὸ τοῦ ... περιχαροῦς ἐπαίρεσθαι D.C.47.11.5.
2 de abstr. inesperado ἐμοὶ δ' ἀγὼν ὅδ' οὐκ ἀ. ... ἦλθε A.A.1377.
II adv.
1 sin cuidado, despreocupadamente μηδέποτ' οὖν ἀ. ἔχε X.Cyr.1.6.42, δεῖ ... μὴ ἀ. αὐτῶν ἔχειν Aen.Tact.29.2, cf. Plb.3.79.2, Hld.1.2.2.
2 insensatamente, sin pensar δηλοῖ δὲ τοὔργον ὡς ἀ. ἔχει S.Ai.355, οὐκ ἀ. S.Tr.366, οὐκ ἀ. πατὴρ ... ἔθηκεν ... σωτηρίαν E.Med.914, ἀ. ... κατὰ ταὐτὰ μὴ προσέχων Timo SHell.841.3.

German (Pape)

[Seite 415] 1) sorglos, unbekümmert, Xen. Symp. 6, 6; τινός, um etwas, Plut.; ἀφροντίστως ἔχειν Xen. Cyr. 1, 6, 42. – 2) unvorhergesehen, Aesch. Ag. 1350. – 3) wahnsinnig, ἔρως Theocr. 10, 20; ὡς ἀφροντίστως ἔχει, er ist seiner Sinne nicht mächtig, Soph. Ai. 348.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont on ne se préoccupe pas, inattendu;
2 libre de soucis.
Étymologie: , φροντίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρόντιστος: -ον, ὁ μὴ φροντίζων, ἄφροντις, ἀμέριμνος, ἀδιάφορος, Λατ. securus, Ξεν. Συμπ. 6, 6· ἔρως Θεόκρ. 10. 20· ― μετὰ γεν., τοῦ καλοῦ Πολύβ. 38. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -τως Σοφ. Τρ. 366 Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 1· ἀφρ. ἔχειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42· ἀλλ’ ὡσαύτως, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ ἄφρων εἶναι Σοφ. Αἴ. 355. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις, ἀπροσδόκητος, ἐμοὶ δ’ ἀγὼν ὅδ’ οὐκ ἀφρ… ἦλθε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1377.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφρόντιστος, -ον)
αφημένος χωρίς φροντίδα, παραμελημένος
αρχ.
1. αμέριμνος
2. αδιάφορος.

Greek Monotonic

ἀφρόντιστος: -ον (φροντίζω
I. απερίσκεπτος, απρόσεκτος, αυτός που δεν φροντίζει, Λατ. securus, σε Ξεν., Θεόκρ.· επίρρ. -τως, απερίσκεπτα, αδιάφορα, σε Σοφ.· ἀφροντίστως ἔχειν, είμαι απρόσεκτος, σε Ξεν.· επίσης, είμαι αναίσθητος, παράφρων, σε Σοφ.
II. Παθ., απερίσκεπτος, απροσδόκητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρόντιστος:
1) непредвиденный, неожиданный (ἀγών Aesch.);
2) беззаботный, беспечный Xen.;
3) не заботящийся, пренебрегающий (τινος Polyb., Plut.);
4) безрассудный (ἔρως Theocr.).

Middle Liddell

φροντίζω
I. thoughtless, heedless, taking no care, Lat. securus, Xen., Theocr.:—adv. -τως, inconsiderately, Soph.; ἀφρ. ἔχειν to be heedless, Xen.; also to be senseless, demented, Soph.
II. pass. unthought of, unexpected, Aesch.

English (Woodhouse)

careless, negligent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)