ἐντυχία: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0859.png Seite 859]] ἡ, = [[ἔντευξις]], Gespräch, Plut. de gen. Socr. 13; Anklage, Seren. Stob. flor. 13, 28, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0859.png Seite 859]] ἡ, = [[ἔντευξις]], Gespräch, Plut. de gen. Socr. 13; Anklage, Seren. Stob. flor. 13, 28, K. S.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />rencontre, entretien.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντυγχάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντῠχία''': ἡ, = [[ἔντευξις]], [[συνέντευξις]], [[ὁμιλία]], [[διάλεξις]], Πλούτ. 2. 67C, 582Ε· - ἐν βίῳ Φωκίωνος 5, ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει ἐντυχήμασι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας (ἴδε Πλουτ. Παραλλ. τ. 5. σ. 313, ἔκδ. Κοραῆ). ΙΙ. τὸ μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, [[μεσολάβησις]], [[ὑπερέντευξις]], Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛ΄, 404). ΙΙΙ. [[ἀντιδικία]] ἢ [[κατηγορία]], Σερῆνος παρὰ Στοβ. 13. 28, Ἰωάν. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολ. 3. 8, κλ.
|lstext='''ἐντῠχία''': ἡ, = [[ἔντευξις]], [[συνέντευξις]], [[ὁμιλία]], [[διάλεξις]], Πλούτ. 2. 67C, 582Ε· - ἐν βίῳ Φωκίωνος 5, ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει ἐντυχήμασι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας (ἴδε Πλουτ. Παραλλ. τ. 5. σ. 313, ἔκδ. Κοραῆ). ΙΙ. τὸ μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, [[μεσολάβησις]], [[ὑπερέντευξις]], Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛ΄, 404). ΙΙΙ. [[ἀντιδικία]] ἢ [[κατηγορία]], Σερῆνος παρὰ Στοβ. 13. 28, Ἰωάν. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολ. 3. 8, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />rencontre, entretien.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντυγχάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντῠχία Medium diacritics: ἐντυχία Low diacritics: εντυχία Capitals: ΕΝΤΥΧΙΑ
Transliteration A: entychía Transliteration B: entychia Transliteration C: entychia Beta Code: e)ntuxi/a

English (LSJ)

ἡ, = A conversation, intercourse, Plu.2.67c,582e. 2 meeting, Plb.6.11a.4; interview, πρός τινα Aristeas 1. II petition, PTeb.61(b).26 (ii B. C.), LXX 3 Ma.6.40, J.AJ16.9.4, Heph.Astr.3.20, Seren. ap. Stob.3.13.48; prayer, ἐ. πρὸς ἥλιον PMag.Par.1.1930, cf.PMag.Leid.W.4.10. III pl., records of verdicts, etc., Lyd.Mag.3.8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I encuentro, ἀρχή τε γὰρ ἐντυχίας primer momento de encuentro Clearch.25, cf. Plb.6.11a.4, Plu.2.582e, 67c, Themist.Ep.1, ἱκετευτικὴ ἐ. Eust.1262.29
de donde entrevista, conversación, charla I.AI 16.336, ἐ. πρὸς Ἐλεάζαρον Aristeas 1, αἱ ἐντυχίαι τῶν πρωσώπων Eust.648.2, ἐν ταῖς ἐντυχίαις ... πολλὰ διελθὼν καὶ μακρῶς Stob.2.7.20.
II 1petición, solicitud, apelación, queja c. distinct giros prep. τὴν ἐντυχίαν ἐποιήσαντο περὶ τῆς ἀπολύσεως αὐτῶν LXX 3Ma.6.40, πρὸς αὐτὸν Καίσαρα τὴν ἐντυχίαν ποιησάμενος I.AI 16.299, cf. Heph.Astr.3.20.2, Seren. en Stob.3.13.48, c. κατά y gen. ἡ ἐ. κατὰ τῶν οἰκοδομησαμένων Chrys.M.55.238, en cont. admin., esp. en pap. PTeb.61(b).26, cf. PLips.145.23 (ambos II a.C.), καθ' οὗ καὶ πλείστας ἐντυχίας καὶ ἐπιδόσεις ἀναφορῶν ἐποιησάμεθα PRyl.119.29 (I d.C.), cf. PEuphr.2.12 (III d.C.), PSI 451.9 (IV d.C.).
2 plegaria, oración, súplica dirigida a la divinidad ἐντυχία πρὸς Ἥλιον PMag.4.1930, cf. 13.136, ἐντυχίαν ... ποιεῖσθαι πρὸς τὸν Θεὸν περὶ τοῦ ἰδίου βίου Eus.M.23.232C, cf. Ath.Al.M.27.25D, Iambl.Myst.3.13, Ast.Soph.Hom.6.12, Corp.Herm.Fr.23.63.
III admin. y jur., plu. archivos de veredictos, Lyd.Mag.3.8.

German (Pape)

[Seite 859] ἡ, = ἔντευξις, Gespräch, Plut. de gen. Socr. 13; Anklage, Seren. Stob. flor. 13, 28, K. S.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
rencontre, entretien.
Étymologie: ἐντυγχάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντῠχία: ἡ, = ἔντευξις, συνέντευξις, ὁμιλία, διάλεξις, Πλούτ. 2. 67C, 582Ε· - ἐν βίῳ Φωκίωνος 5, ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει ἐντυχήμασι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας (ἴδε Πλουτ. Παραλλ. τ. 5. σ. 313, ἔκδ. Κοραῆ). ΙΙ. τὸ μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, μεσολάβησις, ὑπερέντευξις, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛ΄, 404). ΙΙΙ. ἀντιδικίακατηγορία, Σερῆνος παρὰ Στοβ. 13. 28, Ἰωάν. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολ. 3. 8, κλ.

Greek Monolingual

ἐντυχία, η (AM)
αρχ.-μσν.
1. συνάντηση, συνέντευξη
2. έκκληση, αίτηση, παράκληση
3. αντιδικία ή κατηγορία, μήνυση
4. δέηση
5. (ειδ.) δέηση προς τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο
6. λίβελλος
7. μεσολάβηση, μεσιτεία
αρχ.
1. ομιλία, συνομιλία
2. άσκηση, τριβή
3. πληθ. πρακτικά δικαστικών ετυμηγοριών.

Russian (Dvoretsky)

ἐντῠχία: ἡ Polyb., Plut. = ἔντευξις.