βωμολοχία: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />moquerie bouffonne, mauvaise plaisanterie.<br />'''Étymologie:''' [[βωμολόχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />moquerie bouffonne, mauvaise plaisanterie.<br />'''Étymologie:''' [[βωμολόχος]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βωμολοχία]] -ας, ἡ [[βωμολόχος]] lolbroekerij.
}}
{{elru
|elrutext='''βωμολοχία:''' ἡ [[скоморошество]], [[шутовство]], [[кривляние]] Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βωμολοχία:''' ἡ, [[χαμερπής]] [[κολακεία]], [[απρεπής]] [[αστεϊσμός]], πρόστυχη [[ομιλία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''βωμολοχία:''' ἡ, [[χαμερπής]] [[κολακεία]], [[απρεπής]] [[αστεϊσμός]], πρόστυχη [[ομιλία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βωμολοχία:''' ἡ [[скоморошество]], [[шутовство]], [[кривляние]] Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βωμολόχος]]<br />[[buffoonery]], [[ribaldry]], Plat.
|mdlsjtxt=[from [[βωμολόχος]]<br />[[buffoonery]], [[ribaldry]], Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βωμολοχία]] -ας, ἡ [[βωμολόχος]] lolbroekerij.
}}
}}

Revision as of 10:52, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολοχία Medium diacritics: βωμολοχία Low diacritics: βωμολοχία Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΙΑ
Transliteration A: bōmolochía Transliteration B: bōmolochia Transliteration C: vomolochia Beta Code: bwmoloxi/a

English (LSJ)

ἡ, A mendicancy, Poll. 3.111. 2 coarse jesting, buffoonery, ribaldry. Pl.R.606c, Arist. EN1108a24, Plu.Lyc.12, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 bufonería, burla, δόξα βωμολοχίας Pl.R.606c, ἐν παιδιᾷ ... ἡ δὲ ὑπερβολὴ β. en el juego el exceso es bufonería Arist.EN 1108a24, cf. Rh.1419b8, Theopomp.Hist.81, σκώπτειν ἄνευ βωμολοχίας Plu.Lyc.12, 2.707f, Demetr.11, Phld.Hom.20.11, I.Ap.2.3, θόρυβος καὶ β. D.Chr.32.4, cf. 33.10, λοιδορία καὶ β. τῆς πρὸς τοὺς ἰατροὺς Gal.Subf.Emp.11, κωμικὴ β. Eun.VS 496.
2 mendicidad Poll.3.111.

German (Pape)

[Seite 469] ἡ, Bettelei, Poll. 3, 111; Possenreißerei, Speichelleckerei, Plat. Rep. X, 606 c; εἰρωνεία entgegengesetzt Arist. Rhet. 3, 18; Plut. Lyc. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
moquerie bouffonne, mauvaise plaisanterie.
Étymologie: βωμολόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολοχία -ας, ἡ βωμολόχος lolbroekerij.

Russian (Dvoretsky)

βωμολοχία:скоморошество, шутовство, кривляние Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολοχία: ἡ, ἐπαιτεία, Πολυδ. Γ΄, 111. 2) χαμερπὴς κολακεία, ἄγροικος ἀστειότης, φλυαρία, ἀπρεπὴς καὶ ἀνόητος ὁμιλία, Πλάτ. Πολ. 606C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13, κτλ.· πρβλ. βωμολόχος.

Greek Monolingual

η (Α βωμολοχία) βωμόλόχος
1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία
2. χυδαία βρισιά
αρχ.
το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας.

Greek Monotonic

βωμολοχία: ἡ, χαμερπής κολακεία, απρεπής αστεϊσμός, πρόστυχη ομιλία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from βωμολόχος
buffoonery, ribaldry, Plat.