οἰκτιρμός: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compassion, pitié.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκτίρω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compassion, pitié.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκτίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκτιρμός:''' ὁ (тж. σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ - [[varia lectio|v.l.]] οἰκτιρμῶν NT) сочувствие, сострадание, жалость Pind., NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκτιρμός:''' -οῦ, ὁ, [[λύπηση]], συμπόνοια, [[συμπάθεια]], σε Πίνδ.· στον πληθ., αισθήματα συμπάθειας, ελεημοσύνης, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''οἰκτιρμός:''' -οῦ, ὁ, [[λύπηση]], συμπόνοια, [[συμπάθεια]], σε Πίνδ.· στον πληθ., αισθήματα συμπάθειας, ελεημοσύνης, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκτιρμός:''' ὁ (тж. σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ - [[varia lectio|v.l.]] οἰκτιρμῶν NT) сочувствие, сострадание, жалость Pind., NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτιρμός Medium diacritics: οἰκτιρμός Low diacritics: οικτιρμός Capitals: ΟΙΚΤΙΡΜΟΣ
Transliteration A: oiktirmós Transliteration B: oiktirmos Transliteration C: oiktirmos Beta Code: oi)ktirmo/s

English (LSJ)

ὁ, pity, compassion, Pi. P.1.85: pl., compassionate feelings, mercies, Ep.Rom.12.1, Ep.Phil. 2.1, al.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compassion, pitié.
Étymologie: οἰκτίρω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκτιρμός: ὁ (тж. σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ - v.l. οἰκτιρμῶν NT) сочувствие, сострадание, жалость Pind., NT.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτιρμός: -οῦ, ὁ, τὸ οἰκτείρειν, Πινδ. Π. 1. 164· - εὔχρηστον ἐν τῇ Καιν. Διαθ. μόνον κατὰ πληθ., αἰσθήματα οἴκτου ἢ συμπαθείας, ἐλέη, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 1, π. Φιλιπ. β΄, 1, κ. ἀλλ.

English (Slater)

οἰκτιρμός pity κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος (P. 1.85)

English (Strong)

from οἰκτείρω; pity: mercy.

English (Thayer)

οἰκτιρμοῦ, ὁ (οἰκτείρω), the Sept. for רַחֲמִים) (the viscera, which were thought to be the seat of compassion (see σπλάγχνον, b.)), compassion, pity, mercy: σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ ( οἰκτίρμων), bowels in which compassion resides, a heart of compassion, רַחֲמִים), emotions, longings, manifestations of pity (English compassions) (cf. Fritzsche, Ep. ad Romans, iii., pp. 5ff; (Winer's Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (61))), τοῦ Θεοῦ, ὁ πατήρ τῶν οἰκτίρμων (genitive of quality (cf. Buttmann, § 132,10; Winer's Grammar, 237 (222))), the father of mercies i. e. most merciful, σπλάγχνα, Pindar, Pythagoras 1,164.) (Synonym: see ἐληω, at the end.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οικτιρμός)
οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπάθεια, λύπησηκρέσσων οἰκτιρμοῦ φθόνος», Πίνδ.)
αρχ.
στον πληθ. οἱ οἰκτιρμοί
συναισθήματα οίκτου («καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + κατάλ. -μός (πρβλ. οδυρ-μός)].

Greek Monotonic

οἰκτιρμός: -οῦ, ὁ, λύπηση, συμπόνοια, συμπάθεια, σε Πίνδ.· στον πληθ., αισθήματα συμπάθειας, ελεημοσύνης, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

οἰκτιρμός, οῦ, ὁ,
pity, compassion, Pind.:—in pl. compassionate feelings, mercies, NTest.

Chinese

原文音譯:o„ktirmÒj 哀克提而摩士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:憐憫 相當於: (חָנַן‎) (רַחַם‎ / רַחֲמִים‎)
字義溯源:慈悲,憐憫,憐恤,同情;源自(οἰκτείρω / οἰκτίρω)=發憐憫);而 (οἰκτείρω / οἰκτίρω)出自(οἰκτίρμων)X*=憐憫)。參讀 (οἰκτείρω / οἰκτίρω)同源字比較: (ἔλεος)=憐恤
出現次數:總共(5);羅(1);林後(1);腓(1);西(1);來(1)
譯字彙編
1) 慈悲(2) 羅12:1; 林後1:3;
2) 憐恤(2) 西3:12; 來10:28;
3) 憐憫(1) 腓2:1

English (Woodhouse)

appeal to pity

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)