κυβίζω: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=former <i>ou</i> figurer un cube.<br />'''Étymologie:''' [[κύβος]]. | |btext=former <i>ou</i> figurer un cube.<br />'''Étymologie:''' [[κύβος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠβίζω:''' [[образовывать куб]], [[принимать кубическую форму]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[κυβίζω]]) [[κύβος]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] κύβου («ἀεὶ τὸ [[πλῆθος]] τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υψώνω]] αριθμό στον κύβο, στην [[τρίτη]] [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[μεταξύ]] τους [[πολλά]] ομοειδή αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί από αυτά [[σωρός]] με τις διαστάσεις του κυβικού μέτρου ή μεγαλύτερος [[σωρός]], σχήματος ορθογωνίου ή τετραγώνου, διαιρετού σε κυβικά [[μέτρα]]<br /><b>2.</b> [[μετρώ]] έναν όγκο ή χώρο σε κυβικά [[μέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κυβίζομαι</i><br />πολλαπλασιάζομαι.<br /><b>(II)</b><br />[[κυβίζω]] (Μ) [[κύβη]]<br />[[χαμηλώνω]] το [[κεφάλι]], [[σκύβω]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[κυβίζω]]) [[κύβος]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] κύβου («ἀεὶ τὸ [[πλῆθος]] τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υψώνω]] αριθμό στον κύβο, στην [[τρίτη]] [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[μεταξύ]] τους [[πολλά]] ομοειδή αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί από αυτά [[σωρός]] με τις διαστάσεις του κυβικού μέτρου ή μεγαλύτερος [[σωρός]], σχήματος ορθογωνίου ή τετραγώνου, διαιρετού σε κυβικά [[μέτρα]]<br /><b>2.</b> [[μετρώ]] έναν όγκο ή χώρο σε κυβικά [[μέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κυβίζομαι</i><br />πολλαπλασιάζομαι.<br /><b>(II)</b><br />[[κυβίζω]] (Μ) [[κύβη]]<br />[[χαμηλώνω]] το [[κεφάλι]], [[σκύβω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 3 October 2022
English (LSJ)
(κύβος) make into a cube, τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, raise to the cube, Hero Metr.3.22:—Pass., Procl.Hyp.4.102, Theol.Ar.33; to be multiplied, Hippol.Haer.1.2.10.
German (Pape)
[Seite 1523] zum Würfel machen; Plut. sagt von den Thunfischen ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν, ἓξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενον, sie bilden einen Würfel mit ihrer ganzen Masse, de sol. anim. 29. – Eine Zahl in den Kubus erheben, Theolog. arithm.
French (Bailly abrégé)
former ou figurer un cube.
Étymologie: κύβος.
Russian (Dvoretsky)
κῠβίζω: образовывать куб, принимать кубическую форму Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβίζω: μέλλ. -ίσω, (κύβος) ποιῶ τι εἰς σχῆμα κύβου, Πλούτ. 2. 979F· ― Παθ., ἀνυψοῦμαι εἰς τὸν κύβον, ἐπὶ ἀριθμῶν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 55.
Greek Monolingual
(I)
(AM κυβίζω) κύβος
1. δίνω σε κάτι σχήμα κύβου («ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», Πλούτ.)
2. υψώνω αριθμό στον κύβο, στην τρίτη δύναμη
νεοελλ.
1. συνάπτω μεταξύ τους πολλά ομοειδή αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί από αυτά σωρός με τις διαστάσεις του κυβικού μέτρου ή μεγαλύτερος σωρός, σχήματος ορθογωνίου ή τετραγώνου, διαιρετού σε κυβικά μέτρα
2. μετρώ έναν όγκο ή χώρο σε κυβικά μέτρα
αρχ.
παθ. κυβίζομαι
πολλαπλασιάζομαι.
(II)
κυβίζω (Μ) κύβη
χαμηλώνω το κεφάλι, σκύβω.