μεγαλήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> confiant en soi;<br /><b>2</b> orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ἀνήρ]].
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> confiant en soi;<br /><b>2</b> orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ἀνήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλήνωρ:''' дор. μεγᾰλάνωρ, ορος (ᾱν) adj.<br /><b class="num">1)</b> [[дающий уверенность в себе]], [[внушающий бодрость]] ([[ἁσυχία]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[высокомерный]], [[надменный]] Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλήνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[πολύ]] [[ανδρείος]], ηρωϊκός, με [[αυτοπεποίθηση]], [[υπεροπτικός]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''μεγᾰλήνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[πολύ]] [[ανδρείος]], ηρωϊκός, με [[αυτοπεποίθηση]], [[υπεροπτικός]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλήνωρ:''' дор. μεγᾰλάνωρ, ορος (ᾱν) adj.<br /><b class="num">1)</b> [[дающий уверенность в себе]], [[внушающий бодрость]] ([[ἁσυχία]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[высокомерный]], [[надменный]] Pind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεγᾰλ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[ἀνήρ]]<br />[[very]] [[manly]], [[heroic]]: [[self]]-[[confident]], [[haughty]], Pind.
|mdlsjtxt=μεγᾰλ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[ἀνήρ]]<br />[[very]] [[manly]], [[heroic]]: [[self]]-[[confident]], [[haughty]], Pind.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλήνωρ Medium diacritics: μεγαλήνωρ Low diacritics: μεγαλήνωρ Capitals: ΜΕΓΑΛΗΝΩΡ
Transliteration A: megalḗnōr Transliteration B: megalēnōr Transliteration C: megalinor Beta Code: megalh/nwr

English (LSJ)

Dor. μεγᾰλ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ) A high-souled, epithet of Ἡσυχία, Pi.Fr. 109. 2 haughty, Id.P.1.52.

German (Pape)

[Seite 105] ορος, ὁ, dor. μεγαλάνωρ, männlich groß, von hohem Muthe, vom Löwen, Opp. Cyn. 4, 179, vgl. auch μεγαλήτωρ; – auch tadelnd, hochmüthig, Pind. P. 1, 52; aber frg. 228 bei Pol. 4, 31 nennt er den Frieden ἡσυχία μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 confiant en soi;
2 orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλήνωρ: дор. μεγᾰλάνωρ, ορος (ᾱν) adj.
1) дающий уверенность в себе, внушающий бодрость (ἁσυχία Pind.);
2) высокомерный, надменный Pind.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) λίαν ἀνδρικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, ἀνδρεῖος, ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. μεγαλόφρων· - ὑψηλόφρων, ὑπερήφανος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99.

Greek Monolingual

μεγαλήνωρ, -ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος
2. υπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδρείος, ηρωϊκός, με αυτοπεποίθηση, υπεροπτικός, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μεγᾰλ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
very manly, heroic: self-confident, haughty, Pind.