στασιωτεία: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />agissements séditieux ; état de sédition.<br />'''Étymologie:''' [[στασιώτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />agissements séditieux ; état de sédition.<br />'''Étymologie:''' [[στασιώτης]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στᾰσιωτεία''': , [[κατάστασις]] ἐν ᾗ ἐπικρατεῖ [[στάσις]], [[ἔρις]], ἀνταρσία, φατριασμός, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ [[πολιτεία]], Ἀνδοκ. 30. 4, Πλάτ. Νόμ. 715Β, 832C. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.
|elnltext=στασιωτεία -ας, ἡ [στασιώτης] partijdigheid. [And.] 4.8. gevormd naar analogie van πολιτεία voor een staatsvorm die beheerst wordt door één factie: factiestaat, éénpartijstaat. Plat. Lg. 832c.
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰσιωτεία:''' ἡ [[междоусобица]] Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στᾰσιωτεία:''' ἡ, επαναστατική [[κατάσταση]], [[εξέγερση]], [[ανταρσία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''στᾰσιωτεία:''' ἡ, επαναστατική [[κατάσταση]], [[εξέγερση]], [[ανταρσία]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στᾰσιωτεία:''' ἡ [[междоусобица]] Plat.
|lstext='''στᾰσιωτεία''': , [[κατάστασις]] ἐν ᾗ ἐπικρατεῖ [[στάσις]], [[ἔρις]], ἀνταρσία, φατριασμός, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ [[πολιτεία]], Ἀνδοκ. 30. 4, Πλάτ. Νόμ. 715Β, 832C. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.
}}
{{elnl
|elnltext=στασιωτεία -ας, [στασιώτης] partijdigheid. [And.] 4.8. gevormd naar analogie van πολιτεία voor een staatsvorm die beheerst wordt door één factie: factiestaat, éénpartijstaat. Plat. Lg. 832c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στᾰσιωτεία, ἡ,<br />a [[state]] of [[faction]], Plat. [from στᾰσιώτης]
|mdlsjtxt=στᾰσιωτεία, ἡ,<br />a [[state]] of [[faction]], Plat. [from στᾰσιώτης]
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιωτεία Medium diacritics: στασιωτεία Low diacritics: στασιωτεία Capitals: ΣΤΑΣΙΩΤΕΙΑ
Transliteration A: stasiōteía Transliteration B: stasiōteia Transliteration C: stasioteia Beta Code: stasiwtei/a

English (LSJ)

ἡ, state of faction, formed after πολιτεία, And.4.8, Pl.Lg.832c, 832f.l. in 715b.

German (Pape)

[Seite 930] ἡ, Neigung od. Sucht eines Menschen, Aufruhr u. Parteiungen zu machen; Andoc. 4, 8; Plat. Legg. IV, 715 b VIII, 832 c, Ggstz πολιτεία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
agissements séditieux ; état de sédition.
Étymologie: στασιώτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιωτεία -ας, ἡ [στασιώτης] partijdigheid. [And.] 4.8. gevormd naar analogie van πολιτεία voor een staatsvorm die beheerst wordt door één factie: factiestaat, éénpartijstaat. Plat. Lg. 832c.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιωτεία:междоусобица Plat.

Greek Monolingual

ἡ, στασιώτης
κατάσταση στάσεων και αναταραχών.

Greek Monotonic

στᾰσιωτεία: ἡ, επαναστατική κατάσταση, εξέγερση, ανταρσία, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιωτεία: ἡ, κατάστασις ἐν ᾗ ἐπικρατεῖ στάσις, ἔρις, ἀνταρσία, φατριασμός, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ πολιτεία, Ἀνδοκ. 30. 4, Πλάτ. Νόμ. 715Β, 832C. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.

Middle Liddell

στᾰσιωτεία, ἡ,
a state of faction, Plat. [from στᾰσιώτης]