συνθιασώτης: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[compagnon]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θιασώτης]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[compagnon]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θιασώτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συν-θιασώτης -ου, ὁ [σύν, θίασος] mede-deelnemer aan een thiasos; vandaar overdr. partner, compagnon, met gen. in iets:. ὦ τῆς ἡλικίας ἡμῖν τῆς αὐτῆς συνθιασῶτα jij die met ons dezelfde leeftijd viert Aristoph. Ve. 728. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνθιᾰσώτης:''' ου ὁ досл. соучастник вакхических празднеств, перен. сотоварищ, спутник: [[δύο]] ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν Arph. пара болтунов. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''συνθιᾰσώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που μετέχει σε θίασο ([[θίασος]]), σε όμιλο, σε [[συντροφιά]]· γενικά, [[φίλος]], [[σύντροφος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''συνθιᾰσώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που μετέχει σε θίασο ([[θίασος]]), σε όμιλο, σε [[συντροφιά]]· γενικά, [[φίλος]], [[σύντροφος]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνθιᾰσώτης''': -ου, ὁ, [[μέτοχος]] θιάσου, Ἀθήν. 362F, Θεμίστ. 53D· [[καθόλου]], [[σύντροφος]], φίλος, [[ἑταῖρος]], δύο πρεσβύτα ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν, σύντροφοι εἰς τὴν φλυαρίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 508· τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως Κλήμ. Ἀλ. 67. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-θιᾰσώτης, ου, ὁ,<br />a [[partner]] in the [[θίασος]]: [[generally]], a [[fellow]], [[comrade]], Ar. | |mdlsjtxt=συν-θιᾰσώτης, ου, ὁ,<br />a [[partner]] in the [[θίασος]]: [[generally]], a [[fellow]], [[comrade]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, fellow club member, partner in the religious guild, partner in the θίασος, Ath.8.362e codd., Them.Or.4.53d: generally, fellow, comrade, c. gen., ἡλικίας τῆς αὐτῆς Ar.V.728; ξυνθιασώτης τοῦ ληρεῖν = fellow-gossip, Id.Pl.508.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
compagnon.
Étymologie: σύν, θιασώτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θιασώτης -ου, ὁ [σύν, θίασος] mede-deelnemer aan een thiasos; vandaar overdr. partner, compagnon, met gen. in iets:. ὦ τῆς ἡλικίας ἡμῖν τῆς αὐτῆς συνθιασῶτα jij die met ons dezelfde leeftijd viert Aristoph. Ve. 728.
Russian (Dvoretsky)
συνθιᾰσώτης: ου ὁ досл. соучастник вакхических празднеств, перен. сотоварищ, спутник: δύο ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν Arph. пара болтунов.
Greek Monolingual
συνθιασώτης, ο, ΝΑ, και θηλ. συνθιασώτρια Ν, και αττ. τ. ξυνθιασώτης Α
νεοελλ.
οπαδός της ίδιας ιδεολογίας, ομόφρων («συνθιασώτης στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης»)
μσν.
μτφ. αυτός που διαπράττει κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», Φώτ.)
αρχ.
1. αυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον άλλο, ο συνθιασίτης
2. (γενικά) αυτός που παίρνει μέρος σε γιορτή ή πανήγυρη
3. μτφ. σύντροφος, φίλος («τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θιασώτης «οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος» (< θίασος)].
Greek Monotonic
συνθιᾰσώτης: -ου, ὁ, αυτός που μετέχει σε θίασο (θίασος), σε όμιλο, σε συντροφιά· γενικά, φίλος, σύντροφος, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συνθιᾰσώτης: -ου, ὁ, μέτοχος θιάσου, Ἀθήν. 362F, Θεμίστ. 53D· καθόλου, σύντροφος, φίλος, ἑταῖρος, δύο πρεσβύτα ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν, σύντροφοι εἰς τὴν φλυαρίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 508· τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως Κλήμ. Ἀλ. 67.
Middle Liddell
συν-θιᾰσώτης, ου, ὁ,
a partner in the θίασος: generally, a fellow, comrade, Ar.