ἀμφίβουλος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui balance entre deux avis, incertain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[βουλή]]. | |btext=ος, ον :<br />qui balance entre deux avis, incertain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[βουλή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίβουλος:''' [[колеблющийся]], [[нерешительный]]: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφίβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), διχασμένος ως προς το να πράξει [[κάτι]], με απαρ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀμφίβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), διχασμένος ως προς το να πράξει [[κάτι]], με απαρ., σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, double-minded: c. inf., half-minded to do, A.Eu. 733 (cj. Turneb.).
Spanish (DGE)
-ον
que vacila, dudoso c. inf. ἀμφίβουλος ... θυμοῦσθαι A.Eu.733.
German (Pape)
[Seite 137] unschlüssig, Aesch. Eum. 703, θυμοῦσθαι, ob ich zürnen soll.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui balance entre deux avis, incertain.
Étymologie: ἀμφί, βουλή.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίβουλος: колеблющийся, нерешительный: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβουλος: -ον, δίγνωμος, μετ’ ἀπαρ., ἀναποφάσιστος νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 733.
Greek Monolingual
ἀμφίβουλος, -ον (Α)
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βουλή.
Greek Monotonic
ἀμφίβουλος: -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
βουλή
half-minded to do a thing, c. inf., Aesch.