ἀκίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> pointe de javelot;<br /><b>2</b> harpon.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu.
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> pointe de javelot;<br /><b>2</b> harpon.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκίς:''' ίδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[острие]], [[наконечник]] (βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[стрела]], [[дротик]] Arph. (перен. πόθων ἀκίδες Anth.);<br /><b class="num">3)</b> мор. [[нос]], [[клюв]] (τῆς τριήρους Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ἀκή]] I),<br /><b class="num">1.</b> [[αιχμή]], [[ακίδα]] βέλους ή [[γάντζος]], [[αγκίστρι]], [[τσιγκέλι]], σε Πλούτ., Ανθ.· [[βέλος]], [[ακόντιο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>πόθων ἀκίδες</i>, τα κεντρίσματα της επιθυμίας, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ἀκή]] I),<br /><b class="num">1.</b> [[αιχμή]], [[ακίδα]] βέλους ή [[γάντζος]], [[αγκίστρι]], [[τσιγκέλι]], σε Πλούτ., Ανθ.· [[βέλος]], [[ακόντιο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>πόθων ἀκίδες</i>, τα κεντρίσματα της επιθυμίας, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκίς:''' ίδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[острие]], [[наконечник]] (βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[стрела]], [[дротик]] Arph. (перен. πόθων ἀκίδες Anth.);<br /><b class="num">3)</b> мор. [[нос]], [[клюв]] (τῆς τριήρους Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκίς Medium diacritics: ἀκίς Low diacritics: ακίς Capitals: ΑΚΙΣ
Transliteration A: akís Transliteration B: akis Transliteration C: akis Beta Code: a)ki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (cf. ἀκή A) A pointed object; hence, needle, Hp.Int. 41; splinter, Id.Epid.5.46; πετροτόμος ἀκίς, of a chisel, APl.4.221 (Theaet.). 2 barb of an arrow or hook, βελῶν Plu.Demetr.20; ἀγκίστρου AP6.5 (Phil.). 3 arrow, dart, Ar.Pax443, Mnesim.7, Opp.H.5.151. 4 metaph., ἔρως . . ἡ φρενῶν ἀ. Tim.Com.2; πόθων ἀκίδες = stings of desire, AP12.76 (Mel.): in plural, sharp pains, acute pains, Aret.SD2.4. II surgical bandage, Gal.18(1).823.

German (Pape)

[Seite 73] ίδος, ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, oft bei Hippocr.; βέλους, Pfeilspitze, Plut. Demetr. 20; vgl. Crass. 25; καλάμων, des Schreibrohrs, Paul. Sil. 52 (VI, 66); Schiffsschnabel, Diod. Sic. 13, 99; Harpune, Opp. H. 5, 151; Pfeile des Eros, Ant. Th. 53 (Plan. 213); Archi. 1 (V, 58); πόθων, Stachel der Sehnsucht, Mel. 17 (XII, 70). Bei Sp. Mad. auch eine Binde.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 pointe de javelot;
2 harpon.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.

Russian (Dvoretsky)

ἀκίς: ίδος ἡ
1) острие, наконечник (βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.);
2) стрела, дротик Arph. (перен. πόθων ἀκίδες Anth.);
3) мор. нос, клюв (τῆς τριήρους Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίς: -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = αἰχμή, ὀξὺ πρᾶγμα, Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον νεώς, Διόδ. 13. 99. 2) τὰ ἑκατέρωθεν ὀξέα ἄκρα βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― βέλος, ἀκόντιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., ἔρως ... ἡ φρενῶν ἀκίς, Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: ὡσαύτως πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Γαλην.

Greek Monolingual

ἀκὶς (-ίδος), η (Α)
βλ. ακίδα.

Greek Monotonic

ἀκίς: -ίδος, ἡ (ἀκή I),
1. αιχμή, ακίδα βέλους ή γάντζος, αγκίστρι, τσιγκέλι, σε Πλούτ., Ανθ.· βέλος, ακόντιο, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., πόθων ἀκίδες, τα κεντρίσματα της επιθυμίας, σε Ανθ.

Middle Liddell

[ἀκή I]
1. a point, the barb of an arrow or hook, Plut., Anth.:—an arrow, dart, Ar.
2. metaph., πόθων ἀκίδες the stings of desire, Anth.

English (Woodhouse)

sharp point

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)