ἄγη: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>1</b> admiration, étonnement, horreur;<br /><b>2</b> envie, jalousie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμαι]].<br /><span class="bld">2</span><i>3ᵉ sg. ao.2 Pass. poét. de</i> [[ἄγνυμι]].<br /><span class="bld">3</span><i>pl. de</i> [[ἄγος]] ¹.
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>1</b> admiration, étonnement, horreur;<br /><b>2</b> envie, jalousie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμαι]].<br /><span class="bld">2</span><i>3ᵉ sg. ao.2 Pass. poét. de</i> [[ἄγνυμι]].<br /><span class="bld">3</span><i>pl. de</i> [[ἄγος]] ¹.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἄγη''': Δωρ. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ, (ὅρα ἐν λ. [[ἄγαμαι]]) [[θαυμασμός]], [[ἔκπληξις]], [[φόβος]], [[φρίκη]], [[θάμβος]], παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἄγη μ’ ἔχει, Ἰλ. Φ. 221. Ὀδ. Γ., 227, Π, 243. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[θάμβος]], [[ἔκπληξις]]», ἀναφέρει δὲ καὶ πληθ. ἄγαις (= ζηλώσεσιν) ἐν Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 81· ἐν Σοφ. Ἀντ. 4 ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει οὐδέν.. ἄγης ἄτερ, ἀντὶ τοῦ κοιν. ἄτης. ΙΙ. [[φθόνος]], [[κακία]], [[μῖσος]], φθόνῳ καὶ ἄγῃ [[χρεώμενος]], Ἡρόδ. 6, 61· καὶ ἐπὶ θεῶν, [[ζηλοτυπία]], μή τις ἄγα [[θεόθεν]] κνεφάσῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. – Ἀμφοτέρας τὰς σημασ. ἔχει καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[ἄγαμαι]], ἐν ᾧ τὸ [[ἀγαίομαι]] ἔχει μόνην τὴν δευτέραν. 1) τεθλασμένον [[τεμάχιον]], [[σύντριμμα]], ἀγαῖσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = [[κυματωγή]], τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τὸ [[κῦμα]] συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554., 4, 941. 3) [[καμπή]], [[λύγισμα]], ὄφιος ἀγή, Ἄρατ. 688: - ἐξ οὗ ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἀγάν, (ἀντὶ [[ἄγαν]]), ἐν Πινδ. Π. 2. 151 (82), μὲ τὴν [[ἔννοια]]: σκολιοὶ τρόποι, [[ἀπάτη]]. 4) [[πληγή]], Ἡσύχ.
|elnltext=[[ἄγη]] ep. indic. aor. pass. 3 sing. van [[ἄγνυμι]].<br />[[ἄγη]] nom. en acc. n. plur. van [[ἄγος]].<br />[[ἄγη]] -ης, ἡ, Dor. [[ἄγα]] [ἀγα-]<br /><b class="num">1.</b> Hom. verbazing, verwondering, alleen in. [[ἄγη]] μ’ [[ἔχει]] verbazing heeft mij in haar greep Il. 21.221 etc.<br /><b class="num">2.</b> later ongunstig afgunst, jaloezie.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[astonishment]]; [[ἄγη]] μ' [[ἔχει]] = [[ἄγαμαι]], Il. 21.221.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄγη:''' Δωρ. ἄγᾱ[ᾰγ], <i>ἡ</i>, ([[ἄγαμαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[έκπληξη]], [[θαυμασμός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> ζήλια, [[φθόνος]], [[κακία]], σε Ηρόδ.· λέγεται και σχετικά με τους θεούς, [[ζηλοτυπία]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• [[ἄγη]]:</b> Επικ. αντί <i>ἐάγη</i>, γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του [[ἄγνυμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[[ἄγαμαι]]<br /><b class="num">I.</b> [[wonder]], awe, [[amazement]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> [[envy]], [[malice]], Hdt.; and of the gods, [[jealousy]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[ἄγαμαι]]<br /><b class="num">I.</b> [[wonder]], awe, [[amazement]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> [[envy]], [[malice]], Hdt.; and of the gods, [[jealousy]], Aesch.
}}
}}
{{elnl
{{Autenrieth
|elnltext=[[ἄγη]] ep. indic. aor. pass. 3 sing. van [[ἄγνυμι]].<br />[[ἄγη]] nom. en acc. n. plur. van [[ἄγος]].<br />[[ἄγη]] -ης, ἡ, Dor. [[ἄγα]] [ἀγα-]<br /><b class="num">1.</b> Hom. verbazing, verwondering, alleen in. [[ἄγη]] μ’ [[ἔχει]] verbazing heeft mij in haar greep Il. 21.221 etc.<br /><b class="num">2.</b> later ongunstig afgunst, jaloezie.
|auten=[[astonishment]]; [[ἄγη]] μ' [[ἔχει]] = [[ἄγαμαι]], Il. 21.221.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄγη:''' Δωρ. ἄγᾱ[ᾰγ], <i>ἡ</i>, ([[ἄγαμαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[έκπληξη]], [[θαυμασμός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> ζήλια, [[φθόνος]], [[κακία]], σε Ηρόδ.· λέγεται και σχετικά με τους θεούς, [[ζηλοτυπία]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• [[ἄγη]]:</b> Επικ. αντί <i>ἐάγη</i>, γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του [[ἄγνυμι]].
}}
{{ls
|lstext='''ἄγη''': Δωρ. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ, (ὅρα ἐν λ. [[ἄγαμαι]]) [[θαυμασμός]], [[ἔκπληξις]], [[φόβος]], [[φρίκη]], [[θάμβος]], παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἄγη μ’ ἔχει, Ἰλ. Φ. 221. Ὀδ. Γ., 227, Π, 243. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[θάμβος]], [[ἔκπληξις]]», ἀναφέρει δὲ καὶ πληθ. ἄγαις (= ζηλώσεσιν) ἐν Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 81· ἐν Σοφ. Ἀντ. 4 ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει οὐδέν.. ἄγης ἄτερ, ἀντὶ τοῦ κοιν. ἄτης. ΙΙ. [[φθόνος]], [[κακία]], [[μῖσος]], φθόνῳ καὶ ἄγῃ [[χρεώμενος]], Ἡρόδ. 6, 61· καὶ ἐπὶ θεῶν, [[ζηλοτυπία]], μή τις ἄγα [[θεόθεν]] κνεφάσῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. – Ἀμφοτέρας τὰς σημασ. ἔχει καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[ἄγαμαι]], ἐν ᾧ τὸ [[ἀγαίομαι]] ἔχει μόνην τὴν δευτέραν. 1) τεθλασμένον [[τεμάχιον]], [[σύντριμμα]], ἀγαῖσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = [[κυματωγή]], τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τὸ [[κῦμα]] συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554., 4, 941. 3) [[καμπή]], [[λύγισμα]], ὄφιος ἀγή, Ἄρατ. 688: - ἐξ οὗ ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἀγάν, (ἀντὶ [[ἄγαν]]), ἐν Πινδ. Π. 2. 151 (82), μὲ τὴν [[ἔννοια]]: σκολιοὶ τρόποι, [[ἀπάτη]]. 4) [[πληγή]], Ἡσύχ.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἄγη''': {ágē}<br />'''See also''': s. [[ἀγα-]]<br />'''Page''' 1,10
|ftr='''ἄγη''': {ágē}<br />'''See also''': s. [[ἀγα-]]<br />'''Page''' 1,10
}}
}}

Revision as of 22:54, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγη Medium diacritics: ἄγη Low diacritics: άγη Capitals: ΑΓΗ
Transliteration A: ágē Transliteration B: agē Transliteration C: agi Beta Code: a)/gh

English (LSJ)

Dor. ἄγα [ᾰγ], ἡA, (ἄγαμαι) wonder, amazement, Hom. only in phrase ἄγη μ' ἔχει Il.21.221, Od.3.227, 16.243: glossed by τιμή, σεβασμός, Hsch. II envy, malice, Φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61; of the gods, jealousy, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ A.Ag. 131: pl. ἄγαις, = ζηλώσεσιν, Id.Fr.85.
ἄγη, Ep. for ἐάγη, v. sub ἄγνυμι.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. ἄγᾱ A.A.131
• Prosodia: [ᾰ-]
1 estupor, asombro, ἄγη μ' ἔχει Il.21.221, Od.3.227, 16.243, ἄγη ... παρὰ δὲ τοῖς τραγικοῖς· τιμή, σεβασμός Hsch.
2 celos φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ A.A.131, cf. Fr.294.
• Etimología: De *m̥geH2, cf. ἀγα-, ἀγαυός, y c. otro vocalismo μέγα.

German (Pape)

[Seite 13] (ἄγαμαι), ἡ, Bewunderung, Staunen, Hom. dreimal, in der Vbdg ἄγη μ' ἔχει, Iliad. 21, 221 Odyss. 3, 227. 16, 243. – Her. verb. es mit φθόνος 6, 61; Neid, Aesch. Ag. 130, ἄγα θεόθεν, Em. für ἄτη, wie nach Herm. Em. auch 712 μηλοφόνοισιν ἄγαισι für die Lesart der mss. ἄταις gelesen wird, wohl nicht richtig!

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
1 admiration, étonnement, horreur;
2 envie, jalousie.
Étymologie: ἄγαμαι.
23ᵉ sg. ao.2 Pass. poét. de ἄγνυμι.
3pl. de ἄγος ¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄγη ep. indic. aor. pass. 3 sing. van ἄγνυμι.
ἄγη nom. en acc. n. plur. van ἄγος.
ἄγη -ης, ἡ, Dor. ἄγα [ἀγα-]
1. Hom. verbazing, verwondering, alleen in. ἄγη μ’ ἔχει verbazing heeft mij in haar greep Il. 21.221 etc.
2. later ongunstig afgunst, jaloezie.

Russian (Dvoretsky)

ἄγη:
I дор. ἄγᾱ (ᾰγ) ἡ
1) удивление, изумление: ἄ. μ᾽ ἔχει Hom. я поражен;
2) недоброжелательство, ненависть; φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Her. движимый завистью и злобой; ἀ. θεόθεν Aesch. небесный гнев.
II (= ἐάγη) эп. 3 л. sing. aor. 2 pass. к ἄγνυμι.

Frisk Etymological English

See also: ἀγα-

Middle Liddell

ἄγαμαι
I. wonder, awe, amazement, Hom.
II. envy, malice, Hdt.; and of the gods, jealousy, Aesch.

English (Autenrieth)

astonishment; ἄγη μ' ἔχει = ἄγαμαι, Il. 21.221.

Greek Monotonic

ἄγη: Δωρ. ἄγᾱ[ᾰγ], , (ἄγαμαι),
I. έκπληξη, θαυμασμός, σε Όμηρ.
II. ζήλια, φθόνος, κακία, σε Ηρόδ.· λέγεται και σχετικά με τους θεούς, ζηλοτυπία, σε Αισχύλ.
ἄγη: Επικ. αντί ἐάγη, γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἄγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγη: Δωρ. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ, (ὅρα ἐν λ. ἄγαμαι) θαυμασμός, ἔκπληξις, φόβος, φρίκη, θάμβος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἄγη μ’ ἔχει, Ἰλ. Φ. 221. Ὀδ. Γ., 227, Π, 243. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «θάμβος, ἔκπληξις», ἀναφέρει δὲ καὶ πληθ. ἄγαις (= ζηλώσεσιν) ἐν Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 81· ἐν Σοφ. Ἀντ. 4 ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει οὐδέν.. ἄγης ἄτερ, ἀντὶ τοῦ κοιν. ἄτης. ΙΙ. φθόνος, κακία, μῖσος, φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος, Ἡρόδ. 6, 61· καὶ ἐπὶ θεῶν, ζηλοτυπία, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. – Ἀμφοτέρας τὰς σημασ. ἔχει καὶ τὸ ῥῆμα ἄγαμαι, ἐν ᾧ τὸ ἀγαίομαι ἔχει μόνην τὴν δευτέραν. 1) τεθλασμένον τεμάχιον, σύντριμμα, ἀγαῖσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = κυματωγή, τὸ μέρος ἔνθα τὸ κῦμα συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554., 4, 941. 3) καμπή, λύγισμα, ὄφιος ἀγή, Ἄρατ. 688: - ἐξ οὗ ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἀγάν, (ἀντὶ ἄγαν), ἐν Πινδ. Π. 2. 151 (82), μὲ τὴν ἔννοια: σκολιοὶ τρόποι, ἀπάτη. 4) πληγή, Ἡσύχ.

Frisk Etymology German

ἄγη: {ágē}
See also: s. ἀγα-
Page 1,10