ἐμφράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐμφράξω;<br />boucher, obstruer : τὸ [[μεταξύ]] THC l'intervalle ; τοὺς ἐσπλοῦς THC les passes d'un port ; τὴν φωνήν PLUT intercepter la voix ; <i>fig.</i> [[τὰς]] τιμωρίας ESCHN empêcher une vengeance;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐμφράσσομαι boucher (une ouverture) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φράσσω]].
|btext=<i>f.</i> ἐμφράξω;<br />boucher, obstruer : τὸ [[μεταξύ]] THC l'intervalle ; τοὺς ἐσπλοῦς THC les passes d'un port ; τὴν φωνήν PLUT intercepter la voix ; <i>fig.</i> [[τὰς]] τιμωρίας ESCHN empêcher une vengeance;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐμφράσσομαι boucher (une ouverture) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφράσσω:''' атт. [[ἐμφράττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[заграждать]], [[преграждать]], [[запирать]] (αἱ [[νῆες]] τὸ μεταξὺ ἐμφράξασαι Thuc.; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων Polyb.; τὴν διέξοδον Plut.): ἐμφράξαι ταῖς αἰτίαις τὰς τιμωρίας Aeschin. отвести наказания (встречными) обвинениями; ἐμφράξειν τὰς βοηθείας τινός Diod. отрезать путь чьим-л. вспомогательным войскам;<br /><b class="num">2)</b> [[затыкать]] (πόρους Arst., Polyb.; [[στόμα]] Dem., Plut.; med. τὸ κεχηνὸς τοῦ [[πίθου]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[разгораживать]], [[разобщать]] (Ἰσθμὸς ἐμφράσσων τὰς θαλάσσας Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, (<i>ἐν</i>), [[φράζω]], βουλώνω, [[κλείνω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐμφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, (<i>ἐν</i>), [[φράζω]], βουλώνω, [[κλείνω]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφράσσω:''' атт. [[ἐμφράττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[заграждать]], [[преграждать]], [[запирать]] (αἱ [[νῆες]] τὸ μεταξὺ ἐμφράξασαι Thuc.; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων Polyb.; τὴν διέξοδον Plut.): ἐμφράξαι ταῖς αἰτίαις τὰς τιμωρίας Aeschin. отвести наказания (встречными) обвинениями; ἐμφράξειν τὰς βοηθείας τινός Diod. отрезать путь чьим-л. вспомогательным войскам;<br /><b class="num">2)</b> [[затыкать]] (πόρους Arst., Polyb.; [[στόμα]] Dem., Plut.; med. τὸ κεχηνὸς τοῦ [[πίθου]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[разгораживать]], [[разобщать]] (Ἰσθμὸς ἐμφράσσων τὰς θαλάσσας Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω [ἐν]<br />to [[block]] up, Thuc.
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω [ἐν]<br />to [[block]] up, Thuc.
}}
}}

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφράσσω Medium diacritics: ἐμφράσσω Low diacritics: εμφράσσω Capitals: ΕΜΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: emphrássō Transliteration B: emphrassō Transliteration C: emfrasso Beta Code: e)mfra/ssw

English (LSJ)

Att. ἐμφράττω, pf. ἐμπέφρᾰκα Sch.Ar.Nu.1240: fut. Pass. A -φραχθήσομαι LXXMi.5.1 (4.14): aor. 2 part. Pass. ἐμφρᾰγείς Ph.Fr.41 H.:— bar a passage, stop up, block up, τὸ μεταξύ Th.7.34; τοὺς ἔσπλους Id.4.8; ἐ. συγκλείουσά τε Pl.Ti.71c; ἐ. τὸ στόμα D.19.208; ἐ. τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Lycurg.124. 2 bar the passage of, stop, τὰς κατὰ σοῦ τιμωρίας Aeschin.3.223; πᾶσαν παρείσδυσιν Epicur.Sent. Vat.47 ( = Mctrod.49); τὰς βοηθείας D.S.14.56; τὴν περὶ τὰ αὶσθητήρια ἀκρίβειαν Ph.1.246; τὴν φωνήν Plu.2.606d. 3 Med. in act. sense, Nic.Al.191. II stuff in, φύλλα εἰς τὰς ὀπάς (v.l. φύλλοις τὰς ὀ.) Gp.13.5.3; τινί τι v.l. in Nic.Th.79 (Med.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
• Grafía: graf. ἐν- POsl.111.130 (III d.C.)
• Morfología: [aor. inf. ἐμφάρξαι Th.4.8.5]
A tr.
I 1c. ac. de lugar bloquear, cerrar, obstruir ἐμφράττειν τῇ ὕλῃ καὶ τὰ δύσορμα cerrar con madera hasta los pasos más difíciles en una trampa, X.Cyn.10.7, cf. Callix.1 (p.163.3), τὰς ἀρχάς (τῶν κραδῶν) ref. al brote de la planta, Thphr.CP 5.12.6, Ποτίδαια ἐν τῷ μέσῳ τὸν ἰσθμὸν ἐμφράττουσα Scyl.Per.66, ὁδούς Lib.Or.64.78, en v. pas. ἐμπεφραγμένων τῶν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν πόρων Str.6.1.6, cf. Luc.Tim.19
frec. c. suj. de ejércitos τοὺς ἔσπλους τοῦ λιμένος ἐμφάρξαι Th.4.8.5, cf. App.Pun.25, αἱ δὲ νῆες τὸ μεταξὺ εἶχον ἐμφάρξασαι Th.7.34.2, τὰ στενά D.S.11.13, cf. LXX Is.22.7, Plu.Cat.Ma.13
c. ac. de ríos, fuentes, etc. o su lugar de paso ἔκρηγμα D.S.1.19, ὑπόνομον ... ἐνέφραξαν ὕλῃ καὶ λίθοις Plb.5.71.9, τοὺς τῆς πηγῆς πόρους Plb.34.9.6, τὰ στόματα αὐτῶν ἐμφράττει ... ἡ χοῦς Str.16.1.9, ποταμούς I.AI 9.36, τὸν διὰ μέσου πόρον Plu.Them.16, ῥεῖθρον D.S.4.18, χάσμα del paso de un río, Paus.9.38.7, τὰ ὕδατα τῶν πηγῶν LXX 2Pa.32.3, cf. Hld.9.7.3, ἕνα ὑδραγωγόν PLaur.11B.12 (III d.C.) en BL 8.161, en v. pas. ἐμφραχθείσης τῆς ἀπορροίας X.HG 5.2.5
fig. τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Lycurg.124, cf. Basil.Ep.8.2, τὰς παρόδους τῆς πολυπραγμοσύνης Plu.2.515e.
2 tapiar, bloquear puertas y ventanas, esp. con ladrillos, condenar, cegar (τὸν πυλῶνα) PLond.1974.28 (III a.C.), τὴν θύραν PDura 19.9 (I d.C.), cf. PEuphr.13.16 (III d.C.), en v. pas. ὥσπερ παρόδιοι θυρίδες ἐμφραγεῖσαι Plu.2.521d, οἰκία ἐνπεφραγμένη casa condenada, e.e. con puertas y ventanas condenadas, POsl.111.130, 169, 210 (III d.C.).
3 ref. al habla cerrar τοῦτο ... ἐμφράττει τὸ στόμα D.19.208, cf. LXX Es.4.17ο, Lib.Ep.226.5, Chrys.Fem.Reg.5.70, Thdt.Eran.259, en v. pas. ἐνεφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα LXX Ps.62.12, cf. Ib.5.16, Cyr.Al.Ep.Fest.9.6.101, τοῦ στόματος αὐτοῖς ἐμφραττομένου χρυσίῳ Iust.Nou.30.5, cf. Gr.Nyss.Eun.3.8.40, Cyr.Al.Resp.p.598.21
trabar τὰς γλώσσας ἡμῶν ἐμφράξοντες Gr.Naz.M.35.701C, cf. M.37.1205A.
II medic.
1 bloquear, obturar, opilar c. ac. del conducto u órgano τὰς διεξόδους Hp.Vict.1.35, cf. Pl.Ti.71c, Orib.Eup.3.36.17, τοὺς πόρους Arist.Pr.872b35, Aristid.Quint.1.21, abs. χρὴ ... ἀπέχεσθαι τῶν ἐμφραττόντων ἐδεσμάτων es preciso abstenerse de los alimentos que obstruyen Gal.6.340, en v. pas. ἐμφραχθείσης δὲ τῆς κάτω κοιλίης Hp.Flat.7, ἡ ὁδὸς τῆς γονῆς ἐμπέφρακται Hp.Genit.2, συμβαίνει ἀφωνία διὰ τὸ ἐμφράττεσθαι τὸν τοῦ πνεύματος πόρον Arist.Pr.888a9, cf. Gal.5.616, τὰ ὦτα Gal.5.635, cf. Aret.SA 1.7.4, στενουμένης τῆς φάρυγος, ἐμφράττεσθαι δοκεῖ Eutecnius Al.Par.66.5, cf. Alex.Trall.2.137.5
en v. med. mismo sent. πνιχμὸς ἴσθμια ... ἐμφράσσεται un ahogo bloquea el istmo de la faringe Nic.Al.191.
2 en v. pas., c. ac. de rel. sufrir obstrucción de ἐμφραχθεὶς αὐτὰ τὰ ὄργανα τῆς φωνῆς Ast.Soph.Hom.1.7.1.
III ref. procesos y gener. c. ac. de abstr. impedir, obstaculizar ταῖς αἰτίαις ἐνέφραξας τὰς κατὰ σαυτοῦ τιμωρίας mediante las acusaciones has impedido las penas contra ti Aeschin.3.223, βοηθείας D.S.14.56, στόλους D.S.14.68, τῶν βαρβάρων τὴν ὁρμήν D.S.16.71, τὴν φωνήν Plu.2.606d, τὴν ἀκοήν Gr.Nyss.Hom.in Eccl.417.2, αἰσθήσεις Chrys.M.47.412, ἐμφράττει τῷ θηρίῳ τὸ ἆσθμα impide la respiración al animal Ael.NA 14.8, en v. pas. οἱ λόγοι Iren.Lugd.Haer.1.19.2, αἱ αἰσθήσεις Corp.Herm.13.6, c. dat. ἐμφραγέντος αὐτοῦ τῇ χιόνι impedido (de andar) por causa de la nieve I.AI 7.316, c. ac. de rel. τὰς ἀναπνοὰς ἐμφραττομένοις impedidos de respirar I.AI 2.308.
IV 1rellenar ῥοδοδάφνης φύλλοις τὰς ὀπὰς ἐμφράττουσιν Gp.13.5.3
en v. med. meter τὰ δὲ ἐμφράξαιο χεείαις otras mételas en los agujeros Nic.Th.79 (var.).
2 milit. recubrir, proteger de máquinas de asedio, en v. pas. τὰς μέσας χώρας τῶν παραστατῶν καὶ μεσοστατῶν ἐμπεφραγμένας οὔσας Ph.Bel.62.17.
B intr., en v. med.-pas., medic.
1 constituir un obstáculo, obstrucción o retención διεξελθόντα τὸν λίθον ... ἐμφραγέντα el cálculo al salir provocando obstrucción Ruf.Ren.Ves.3.16, (λίθος) ἢν δὲ ἐμφραχθῇ κοτε τῇ κοιλίῃ Aret.SD 2.3.5, ὁ χυμὸς ... ἐμφράττεται δυσαπολύτως Gal.6.493, τὰ οὖρα ἐμφράττεται la orina queda retenida Ael.NA 6.26, λεπτύνει τὰ ἐμπεφραγμένα disuelve la obturación Orib.Eup.4.36.13.
2 servir de tapón πρὸς τὰς ἐκ μυκτήρων αἱμορραγίας ἐμφρασσομένη ἡ πόα ἁρμόζει la hierba es buena como tapón en las hemorragias de la nariz Dsc.4.3.

German (Pape)

[Seite 820] att. -φράττω, hineinstopfen; φύλλα εἰς τὰς ὀπάς Geop.; verstopfen, versperren, αἱ νῆες τὸ μεταξύ Thuc. 7, 34; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων, τοὺς πόρους τῆς πηγῆς, Pol. 5, 62, 4. 34, 9, 6; στόμα Dem. 19, 209; καὶ συγκλείειν Plat. Tim. 71 c; übertr., τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Lycurg. 124; ταῖς αἰτίαις τὰς τιμωρίας Aesch. 3, 223; Sp.; überh. hindern, βοηθείας D. Sic. 14, 56. Das med., Nic. Th. 79 Al. 191; = act., τί τινι, τὸ κεχηνός, Luc. Tim. 19.

French (Bailly abrégé)

f. ἐμφράξω;
boucher, obstruer : τὸ μεταξύ THC l'intervalle ; τοὺς ἐσπλοῦς THC les passes d'un port ; τὴν φωνήν PLUT intercepter la voix ; fig. τὰς τιμωρίας ESCHN empêcher une vengeance;
Moy. ἐμφράσσομαι boucher (une ouverture) acc..
Étymologie: ἐν, φράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφράσσω: атт. ἐμφράττω
1) заграждать, преграждать, запирать (αἱ νῆες τὸ μεταξὺ ἐμφράξασαι Thuc.; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων Polyb.; τὴν διέξοδον Plut.): ἐμφράξαι ταῖς αἰτίαις τὰς τιμωρίας Aeschin. отвести наказания (встречными) обвинениями; ἐμφράξειν τὰς βοηθείας τινός Diod. отрезать путь чьим-л. вспомогательным войскам;
2) затыкать (πόρους Arst., Polyb.; στόμα Dem., Plut.; med. τὸ κεχηνὸς τοῦ πίθου Luc.);
3) разгораживать, разобщать (Ἰσθμὸς ἐμφράσσων τὰς θαλάσσας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, θέτω φραγμόν, κλείω διὰ φραγμοῦ, «φράζω», τὸ μεταξὺ Θουκ. 7. 34· τοὺς ἔσπλους ὁ αὐτ. 4. 8· ἐμφρ. καὶ συγκλείειν Πλάτ. Τίμ. 71C· ἐμφρ. τὸ στόμα Δημ. 406. 5· μεταφ., ἐμφρ. τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Λυκοῦργ. 165. 24. 2) σταματῶ, ἐμποδίζω, τὰς κατὰ σοῦ τιμωρίας Αἰσχίν. 85. 32· τὰς βοηθείας Διόδ. 14. 56· τὴν φωνὴν Πλούτ. 2. 88C. 3) τὸ μέσ. μετὰ ἐνεργ. σημασ., Νικ. Θηρ. 79, Ἀλεξιφ. 191. ΙΙ. ἐμβάλλω, χώννω, ῥοδοδάφνης φύλλα εἰς τὰς ὀπὰς ἐμφράττουσιν Γεωπ. 13. 5, 3· τινί τι Νικ. Θηρ. 79.

Greek Monolingual

(AM ἐμφράσσω, Α αττ. τ. ἐμφράττω, Μ και ἐμφράγνυμι και ἐμφράζω)
φράζω, κλείνω, στομώνω κάτι με άλλο πράγμα, βουλλώνω («ἐξιέναι κωλύει τὸ θερμὸν ἐμφράττον τοὺς πόρους», Θεόφρ.)
αρχ.-μσν.
1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο για έμφραξη, χώνω
2. ματαιώνω, εμποδίζω την εμφάνιση, τη δράση ή την εκδήλωση κάποιου
3. φρ. «ἐμφράζω τὰ στόματα» — επιβάλλω σιγή, αποστομώνω, σταματώ τις διαμαρτυρίες
αρχ.
εμποδίζω, ανακόπτω την προέλαση βάζοντας φραγμό, αποκλείω κάπου.

Greek Monotonic

ἐμφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, (ἐν), φράζω, βουλώνω, κλείνω, σε Θουκ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω [ἐν]
to block up, Thuc.