Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνζεύγνυμι]] και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. [[ἐνιζεύγνυμι]], ἐνιζευγύω (Α) [[ζεύγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[δένω]] με [[δεσμά]], [[προσδένω]], [[εμπλέκω]], [[σφιχτοδένω]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[ζεύω]], [[βάζω]] στον [[ζυγό]] («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μπερδεύω]], [[δένω]] κάποιον, τον [[εμπλέκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι [[τάλας]]», <b>Αισχ.</b>).
|mltxt=[[ἐνζεύγνυμι]] και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. [[ἐνιζεύγνυμι]], ἐνιζευγύω (Α) [[ζεύγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[δένω]] με [[δεσμά]], [[προσδένω]], [[εμπλέκω]], [[σφιχτοδένω]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[ζεύω]], [[βάζω]] στον [[ζυγό]] («ἐνιζευχθέντες ταῦροι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μπερδεύω]], [[δένω]] κάποιον, τον [[εμπλέκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι [[τάλας]]», <b>Αισχ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνζεύγνῡμι Medium diacritics: ἐνζεύγνυμι Low diacritics: ενζεύγνυμι Capitals: ΕΝΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: enzeúgnymi Transliteration B: enzeugnymi Transliteration C: enzeygnymi Beta Code: e)nzeu/gnumi

English (LSJ)

A yoke, ἐνιζευχθέντες βόες A.R.1.686; bind fast, ἄρθρα ποδοῖν S.OT718. II metaph., involve in, ἀνάγκαις ταῖσδ' ἐνέζευγμαι A.Pr.108; τί ποτέ μ' . . ἐνέζευξας . . ἐν πημοσύναις; ib.578 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἐνζεύγνῡμι) • Alolema(s): poét. ἐνιζ- A.R.1.686
1 uncir animales de tiro al carro, en v. pas. βόες ἐνιζευχθέντες A.R.l.c., ἐνεζεῦχθαί φασι καὶ τοῦτον (τὸν ἵππον) τῷ ἅρματι D.Chr.36.46
fig., c. dat. o ἐν y dat. de abstr. τί ποτέ μ' ... ταῖσδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν; A.Pr.578, μεγάλαις καὶ τούτους ἀνάγκαις ἐνζεύξομεν D.H.4.83, en v. pas. A.Pr.108.
2 sujetar, atar una cosa con otra ἄρθρα ... ἐνζεύξας ποδοῖν S.OT 718.

German (Pape)

[Seite 840] (s. ζεύγνυμι), hineinbinden, einjochen; τί ποτε ταῖσδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν, hast sie mit Leid beladen, Aesch. Prom. 579; eigtl., ἄρθρα ἐνζεύξας ποδοῖν, in Fesseln eingezwängt, Soph. O. R. 718; ἐνιζευχθέντες ταῦροι, angejocht, Ap. Rh. 1, 686.

French (Bailly abrégé)

1 attacher ensemble;
2 attacher dans.
Étymologie: ἐν, ζεύγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνζεύγνῡμι: μέλλ. -ζεύξω, ζευγνύω εἴς τι, δένω, ἐμπλέκω, ἀνάγκαις ταῖσδ’ ἐνέζευγμαι Αἰσχύλ. Πρ. 108· τί ποτέ μ’… ἐνέζευξας... ἐν πημοσύναις...; (οὕτως ὁ Ἕρμαννος) αὐτόθι 578. ΙΙ. δένω σφιγκτά, καί νιν ἄρθρα κεῖνος ἐνζεύξας ποδοῖν ἔρριψεν Σοφ. Ο. Τ. 718· βάλλω εἰς τὸν ζυγὸν, «ζεύγω», ἐνιζευχθέντες ταῦροι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 686.

Greek Monolingual

ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) ζεύγνυμι
1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω
2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῦροι», Απολλ. Ρόδ.)
3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τον εμπλέκω μέσα σε κάτι («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι τάλας», Αισχ.).

Greek Monotonic

ἐνζεύγνῡμι: μέλ. -ζεύξω·
I. ζευγαρώνω σε κάτι, ενώνω, δένω, εμπλέκω σε ατυχία, συμφορά, σε Αισχύλ.
II. δένω σφιχτά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνζεύγνῡμι:
1) досл. впрягать;
2) перен. связывать (ἄρθρα ποδοῖν Soph.);
3) обрекать (τινὰ ταῖς ἀνάγκαις и ἐν πημοσύναις Aesch.).

Middle Liddell

fut. -ζεύξω
I. to yoke in, bind, involve in misfortune, Aesch.
II. to bind fast, Soph.