ἤγουν: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>conj.</i><br />ou, ou bien, ou peut-être, c'est-à-dire.<br />'''Étymologie:''' ἤ, [[γοῦν]].
|btext=<i>conj.</i><br />ou, ou bien, ou peut-être, c'est-à-dire.<br />'''Étymologie:''' ἤ, [[γοῦν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἤγουν:''' [ἤ + γε + [[οὖν]] или же, или пожалуй, собственно говоря, вернее: [[ξηρότης]], ἤ. [[χαυνότης]] τῆς γῆς Xen. сухость, вернее, рыхлость почвы.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἤγουν:''' [[σύνδεσμος]] (ἤ γε [[οὖν]]), [[δηλαδή]], ή [[μάλλον]], [[τύπος]] που χρησιμεύει για να ορίσει με περισσότερη [[ακρίβεια]], [[ορθότητα]] μια [[λέξη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἤγουν:''' [[σύνδεσμος]] (ἤ γε [[οὖν]]), [[δηλαδή]], ή [[μάλλον]], [[τύπος]] που χρησιμεύει για να ορίσει με περισσότερη [[ακρίβεια]], [[ορθότητα]] μια [[λέξη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἤγουν:''' [ἤ + γε + [[οὖν]] или же, или пожалуй, собственно говоря, вернее: [[ξηρότης]], ἤ. [[χαυνότης]] τῆς γῆς Xen. сухость, вернее, рыхлость почвы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἤ γε οὖν]<br />that is to say, or [[rather]], to [[define]] a [[word]] [[more]] [[correctly]], Xen.
|mdlsjtxt=[ἤ γε οὖν]<br />that is to say, or [[rather]], to [[define]] a [[word]] [[more]] [[correctly]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤγουν Medium diacritics: ἤγουν Low diacritics: ήγουν Capitals: ΗΓΟΥΝ
Transliteration A: ḗgoun Transliteration B: ēgoun Transliteration C: igoun Beta Code: h)/goun

English (LSJ)

Conj., (ἤ γε οὖν) that is to say, or rather, to define a word more correctly, freq. in glosses, cf. Eust.50.15, Lyd.Mens.4.23, etc.: sometimes introduced into the text, κακὰ πάντα [ἤγουν τήν τε ἀπεψίην] καί . . Hp.Acut. (Sp.) 49 (ii 491 L.); διὰ ξηρότητα [ἤγουν χαυνότητα] τῆς γῆς X.Oec.19.11: in late Prose, or at any rate, PMasp.328 i 20 (vi A.D.), al.: generally, or, POxy.941.5 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1152] d. i. ἤ γε οὖν, oder wenigstens, oder eigentlich; Hippocr.; διὰ ξηρότητα ἤγουν χαυνότητα τῆς γῆς Xen. Oec. 19, 11; so bes. bei Schol. u. Gramm. in Worterklärungen, "das ist", "das heißt", "nämlich".

French (Bailly abrégé)

conj.
ou, ou bien, ou peut-être, c'est-à-dire.
Étymologie: ἤ, γοῦν.

Russian (Dvoretsky)

ἤγουν: [ἤ + γε + οὖν или же, или пожалуй, собственно говоря, вернее: ξηρότης, ἤ. χαυνότης τῆς γῆς Xen. сухость, вернее, рыхлость почвы.

Greek (Liddell-Scott)

ἤγουν: σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = δηλαδή, ἢ μᾶλλον..., χρησιμεύων ὅπως ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, ἤγουν τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, ἤγουν χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.

Greek Monolingual

(AM ἤγουν, Μ και διαλ. τ. ἤγου, ἤγουμε, ἠγοῦν, ἤουν)
(σύνδ.) δηλαδή
αρχ.
1. (σύνδ.) ή μάλλον
2. επίρρ. πάπ. ή εν πάση περιπτώσει
3. πάπ. (σύνδ.) ή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡ γε ουν].

Greek Monotonic

ἤγουν: σύνδεσμος (ἤ γε οὖν), δηλαδή, ή μάλλον, τύπος που χρησιμεύει για να ορίσει με περισσότερη ακρίβεια, ορθότητα μια λέξη, σε Ξεν.

Middle Liddell

[ἤ γε οὖν]
that is to say, or rather, to define a word more correctly, Xen.