εἰσωπός: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui est en vue de, gén..<br />'''Étymologie:''' | |btext=ός, όν :<br />qui est en vue de, gén..<br />'''Étymologie:''' εἰς, [[ὤψ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:05, 10 December 2022
English (LSJ)
όν, A within, i.e. between (perhaps connected with ὀπή), εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653: abs., in harbour, A.R. 2.751. 2 (ὤψ) visible, Arat.79,122.
Spanish (DGE)
-όν
1 c. gen. que está dentro o en medio de εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653, cf. Lyr.Eleg.Adesp.58.12W.
•en el interior τῇ ... νηὶ διὲξ Ἀχερουσίδος ἄκρης εἰσωποί ... ἔκελσαν A.R.2.751.
2 que está a la vista o en presencia de, visible de constelaciones ἂν διχόμηνι σελήνῃ εἰσωποὶ τελέθοιεν Arat.79, οὐδ' ἔτ' ἔφη εἰ. ἐλεύσεσθαι καλέουσιν Arat.122, cf. Ael.Dion.ε 24.
German (Pape)
[Seite 747] im Angesicht; εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il. 15, 653, Schol. ἐν ὄψει ἔβλεπον, sie hatten die Schiffe, denen sie vorher den Rücken kehrten, vor Augen; so sp. D., εἰσωπὸς ἐλεύσεσθαι, entgegen, Arat. 122; τινί, 79; vgl. Ap. Rh. 2, 751.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui est en vue de, gén..
Étymologie: εἰς, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσωπός: находящийся лицом к лицу: εἰσωποὶ ἐγένοντο νεῶν Hom. они оказались перед кораблями.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσωπός: -όν, (ὤψ) θεωρῶν, βλέπων, κατὰ πρόσωπον, εἰσωποὶ δ’ ἐγένοντο νεῶν οἱ Ἀχαιοί, «ἔν ὄψει τὰς ναῦς ἔβλεπον..., τουτέστιν, ὑπὸ τὴν στέγην αὐτῶν ἐγένοντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 653· παρὰ μεταγ. ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ἄρατ. 79. 2) ἀπολ. τῇ ῥ’ οἵγ’ αὐτίκα νηῒ διέξ Ἀχερουσίδος ἄκρης εἰσωποὶ ἀνέμοιο νέον λήγοντος ἔκελσαν, «εἰσωποί, ἐναντίοι, ἐσώτεροι γενόμενοι» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 751.
Greek Monolingual
εἰσωπός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει κάπου στραμμένο το πρόσωπο, που βρίσκεται μπροστά, κοντά σε κάποιον
2. αυτός που βρίσκεται σε καταφύγιο
3. φανερός, ορατός.
Greek Monotonic
εἰσωπός: -όν (ὤψ), στραμμένος με το πρόσωπο προς μια κατεύθυνση, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν, (οι Αχαιοί) στάθηκαν αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
εἰσ-ωπός, όν [ὤψ]
in sight of, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν [the Greeks] stood facing the ships, Il.