θαλασσόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />battu de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]], [[πλήσσω]].
|btext=ος, ον :<br />[[battu de la mer]].<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]], [[πλήσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσόπληκτος Medium diacritics: θαλασσόπληκτος Low diacritics: θαλασσόπληκτος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: thalassóplēktos Transliteration B: thalassoplēktos Transliteration C: thalassopliktos Beta Code: qalasso/plhktos

English (LSJ)

ον, (πλήσσω) sea-beaten, νῆσος A.Pers.307.

German (Pape)

[Seite 1183] meergeschlagen, νῆσος Aesch. Pers. 307, v.l. θαλασσόπλακτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
battu de la mer.
Étymologie: θάλασσα, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσόπληκτος: ударяемый морскими волнами, о который плещется море (νῆσος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσόπληκτος: -ον, (πλήσσω) ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττόμενος, νῆσος Αἰσχύλ. Πέρσ. 307. - θαλασσοπλήκτης, ου, ὁ, Ξέρξης, ὡς μαστιγώσας τὴν θάλασσαν, Θ. Πρόδρ. Rev. arch. 1873, σ. 348.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θαλασσόπληκτος, -ον)
αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τον χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορίπληκτος, κεραυνόπληκτος)].

Greek Monotonic

θᾰλασσόπληκτος: -ον (πλήσσω), ο θαλασσοδαρμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θᾰλασσό-πληκτος, ον πλήσσω
sea-beaten, Aesch.