μετακιάθω: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετακῑάθω:''' (ᾰθ) (только impf. или aor. 2 μετεκίαθον)<br /><b class="num">1)</b> [[гнать]], [[преследовать]] (Τρῶας καὶ Λυκίους Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[гнаться]], [[догонять]] (τὸν ταῦρον κύνες μετεκίαθον Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[идти следом]], [[следовать]]: ἱππῆες ὀλιγον μετεκίαθον Hom. всадники ехали немного поодаль;<br /><b class="num">4)</b> [[отправляться]] (к кому-л.): Αἰθίοπας μετεκίαθε Hom. (Посидон тогда) был в гостях у эфиопов;<br /><b class="num">5)</b> [[проходить]], [[переходить]], [[пересекать]] ([[πᾶν]] [[πεδίον]] Hom.).
|elrutext='''μετακῑάθω:''' (ᾰθ) (только impf. или aor. 2 μετεκίαθον)<br /><b class="num">1</b> [[гнать]], [[преследовать]] (Τρῶας καὶ Λυκίους Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[гнаться]], [[догонять]] (τὸν ταῦρον κύνες μετεκίαθον Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[идти следом]], [[следовать]]: ἱππῆες ὀλιγον μετεκίαθον Hom. всадники ехали немного поодаль;<br /><b class="num">4</b> [[отправляться]] (к кому-л.): Αἰθίοπας μετεκίαθε Hom. (Посидон тогда) был в гостях у эфиопов;<br /><b class="num">5</b> [[проходить]], [[переходить]], [[пересекать]] ([[πᾶν]] [[πεδίον]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῑάθω Medium diacritics: μετακιάθω Low diacritics: μετακιάθω Capitals: ΜΕΤΑΚΙΑΘΩ
Transliteration A: metakiáthō Transliteration B: metakiathō Transliteration C: metakiatho Beta Code: metakia/qw

English (LSJ)

[ᾰθ], Ep. Verb, only impf. or aor. μετεκίαθον, A follow after, ἱππῆες δ' ὀλίγον μ. Il.11.52, cf. 18.532: c.acc., chase, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16.685; τὸν δὲ κύνες μ. 18.581. II visit, ἀλλ' ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Od.1.22, cf. Call.Dian.46; go to seek, A.R.3.802; simply, come to, κρήνην Id.1.1221. III ἀλλ' ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον had passed through it, Il.11.714. IV intr., come next, A.R. 1.139.

German (Pape)

[Seite 147] nur verlängerte Aoristform μετεκίαθον, nachgehen, sowohl im feindlichen Sinne, verfolgen, Il. 11, 52. 18, 532, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16, 685, als auch nach Etwas gehen, um es zu holen, zurückzubringen, ταῦρον, nach dem vom Löwen geraubten Stier, 18, 581; auch = zu Einem gehen, um ihn zu besuchen, Αἰθίοπας μετεκίαθε, Od. 1, 22; πᾶν πεδίον, das ganze Gefilde durchstreifen, Il. 11, 714; sp. D., wie Callim.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. μετεκίαθον;
1 changer de pays pour aller vers, acc.;
2 aller à travers, acc.;
3 aller à la poursuite de, à la recherche de, poursuivre, acc..
Étymologie: μετά, κιάθω.

Russian (Dvoretsky)

μετακῑάθω: (ᾰθ) (только impf. или aor. 2 μετεκίαθον)
1 гнать, преследовать (Τρῶας καὶ Λυκίους Hom.);
2 гнаться, догонять (τὸν ταῦρον κύνες μετεκίαθον Hom.);
3 идти следом, следовать: ἱππῆες ὀλιγον μετεκίαθον Hom. всадники ехали немного поодаль;
4 отправляться (к кому-л.): Αἰθίοπας μετεκίαθε Hom. (Посидон тогда) был в гостях у эфиопов;
5 проходить, переходить, пересекать (πᾶν πεδίον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰκῑάθω: Ἐπικ. ῥῆμ. ἀπαντῶν μόνον κατὰ παρατατ. ἢ ἀόρ. μετεκίαθον, ἀκολουθῶ κατόπιν τινός, ἱππῆες δ’ ὀλίγον μετεκίαθον, «μετ’ ὀλίγον ἐκεῖ ἐπορεύοντο» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 52., Σ. 532· μετ’ ἀπαρ., καταδιώκω, «κυνηγῶ», Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε Π. 685· τοὺς δὲ κύνες μ. Σ. 581· - ἁπλῶς, ἔρχομαι μετὰ ταῦτα, ἐπακολουθῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 139· ἔρχομαι εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, αὐτόθι 1221. ΙΙ. ἀπέρχομαι εἰς ἐπίσκεψιν, ἀλλ’ ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Ὀδ. Α. 12· ἀπέρχομαι πρὸς ἀναζήτησιν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 802. ΙΙΙ. ἀλλ’ ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον, ὅτε διῆλθον διὰ μέσου αὐτοῦ, Ἰλ. Λ. 713.

English (Autenrieth)

only ipf. μετεκίαθον: go after, pursue, pass over to, traverse, Il. 11.714.

Greek Monolingual

μετακιάθω (Α)
(μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.)
2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.)
3. πηγαίνω σε επίσκεψη
4. μεταβαίνω για αναζήτηση
5. έρχομαι κάπου
6. περνώ διά μέσου, διέρχομαι («ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κιάθω «κινούμαι, φεύγω»].

Greek Monotonic

μετᾰκῑάθω: μόνο σε παρατ. μετεκίαθον·
I. ακολουθώ, απόλ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., καταδιώκω, Τρῶας μετεκίαθε, στο ίδ.
II. πηγαίνω να επισκεφθώ, Αἰθίοπας μετεκίαθε, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

imperf. μετεκίαθον only in imperf. μετεκίαθον]
I. to follow after, absol., Il.: c. acc. to chase, Τρῶας μετεκίαθε Il.
II. to go to visit, Αἰθίοπας μετεκίαθε Od.