νυκτίπλαγκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυκτί-πλαγκτος, ον,<br />[[making]] to [[wander]] by [[night]], [[rousing]] from bed, Aesch.; ν. [[εὐνή]] a [[restless]], [[uneasy]] bed, Aesch.
|mdlsjtxt=νυκτί-πλαγκτος, ον,<br />[[making]] to [[wander]] by [[night]], [[rousing]] from bed, Aesch.; ν. [[εὐνή]] a [[restless]], [[uneasy]] bed, Aesch.
}}
{{pape
|ptext=<i>bei [[Nacht]] [[umhergetrieben]], [[umherschweifend]]</i>, Aesch. <i>Ag</i>. 321; auch [[εὐνή]], <i>das [[Lager]], auf welchem man [[unruhig]] die [[Nacht]] zubringt</i>, 12; δείματα, <i>Ch</i>. 517; νυκτίπλαγκτον ὀρθίων κελευσμάτων, 740, <i>die [[Nachtunruhe]]</i>.
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐπλαγκτος Medium diacritics: νυκτίπλαγκτος Low diacritics: νυκτίπλαγκτος Capitals: ΝΥΚΤΙΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: nyktíplanktos Transliteration B: nyktiplanktos Transliteration C: nyktiplagktos Beta Code: nukti/plagktos

English (LSJ)

ον, causing to wander by night, rousing from bed, πόνος A.Ag.330; δείματα Id.Ch.524; κελεύματα ib. 751; ν. εὐνή restless, uneasy bed, Id.Ag.12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où l'on erre ou sur quoi l'on s'agite pendant la nuit;
2 qui erre ou s'agite pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, πλάζω.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίπλαγκτος: заставляющий блуждать ночью, т. е. не дающий ночью покоя (πόνος, δεῖμα, κέλευμα Aesch.): ν. εὐνή Aesch. беспокойное ночное ложе.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίπλαγκτος: -ον, ὁ προξενῶν νυκτερινὰς περιπλανήσεις, ὁ ἐξεγείρων ἀπὸ τῆς κοίτης, πόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 330· δείματα Χο. 524· κελεύσματα αὐτόθι 751· - ἀλλά, ν. εὐνή, ἀνήσυχος κλίνη, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 12.

Greek Monolingual

νυκτίπλαγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που προξενεί νυχτερινές διαταραχές και ανησυχίες, αυτός που κάνει κάποιον να σηκωθεί από τον ύπνο
2. (για ύπνο) ανήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ. θαλασσό-πλαγκτος].

Greek Monotonic

νυκτίπλαγκτος: -ον, αυτός που ωθεί σε νυχτερινές περιπλανήσεις, που ξεσηκώνει κάποιον από το κρεβάτι του, σε Αισχύλ.· νυκτίπλαγκτος εὐνή, άβολο κρεβάτι, κλίνη που δεν προσφέρει ανάπαυση, στον ίδ.

Middle Liddell

νυκτί-πλαγκτος, ον,
making to wander by night, rousing from bed, Aesch.; ν. εὐνή a restless, uneasy bed, Aesch.

German (Pape)

bei Nacht umhergetrieben, umherschweifend, Aesch. Ag. 321; auch εὐνή, das Lager, auf welchem man unruhig die Nacht zubringt, 12; δείματα, Ch. 517; νυκτίπλαγκτον ὀρθίων κελευσμάτων, 740, die Nachtunruhe.