ἀποκαλέω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποκᾰλέω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀποκᾰλέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[отзывать назад]], [[возвращать из изгнания]] (τινα Her., Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[отзывать в сторону]] Xen.;<br /><b class="num">3</b> называть, именовать, тж. обзывать (τινά τινα Soph., Xen., Plat., Dem., Arst., Polyb.): ἀ. τινα ὄνομά τι Xen. давать кому-л. какое-л. прозвище. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:30, 25 November 2022
English (LSJ)
A recall, esp. from exile, Hdt.3.53, X.Cyr.1.4.25. 2 call away or aside, Id.An.7.3.35. II call by a name, esp. by way of disparagement, stigmatize as .., τὸν τοῦ μανέντος . . ξύναιμον ἀποκαλοῦντες S.Aj.727; ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους ἀ. And.4.16; ὡς ἐν ὀνείδει ἀ. μηχανοποιόν Pl. Grg.512c; ἀργόν, σοφιστὴν ἀ. τινά, X. Mem.1.2.57, 1.6.13; οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς ἀ. D.21.211; ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους ἀ. Arist.EN1168a30; παράσιτον ἀ. Timocl.19; χαριεντισμὸν ἀ. call it a sorry jest, Pl.Tht.168d; sometimes without any bad sense, τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ἀ. Arist.EN1109b18, cf. X.Eq. 10.17, Plu.2.776e.
Spanish (DGE)
I c. ac. de pers.
1 llamar, hacer regresar, reclamar τὸν Λυκόφρονα ἐπὶ τὴν τυραννίδα Hdt.3.53, ἦλθε ... ἄγγελος ἀποκαλέων αὐτούς Hdt.4.203, cf. X.Cyr.1.4.25.
2 llamar aparte αὐτοὺς τοὺς στρατηγούς X.An.7.3.35.
II c. ac. de pers. y otro pred.
1 llamar a alguien algo, tachar de gener. sent. peyor. τὸν τοῦ μανέντος ... ξύναιμον ἀποκαλοῦντες S.Ai.727, οἵ με τὸν γάμων ἀπεκάλουν ἥσσονα E.IA 1354, γυναῖκάς σφεας ἀπεκάλεον los tachaban de mujeres Hdt.9.20, τοὺς ἄλλους ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους And.4.16, ὡς ἐν ὀνείδει ἀποκαλέσαις ἂν μηχανοποιόν Pl.Grg.512c, ἀργούς X.Mem.1.2.57, πόρνον αὐτὸν X.Mem.1.6.13, οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς D.21.211, ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους Arist.EN 1168a30, παράσιτον Timocl.19, ἀλάστορα τὸν Φίλιππον D.19.305, cf. Plb.Fr.98, προδότας Plb.18.14.11, χαριεντισμόν τινα ἀποκαλῶν tachando (eso) de broma Pl.Tht.168d
•en v. pas. μὴ λυμεῶνες ἀποκαλεῖσθαι Isoc.4.80
•tb. de abstr. ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον Isoc.13.4, τὸν ... ῥυθμὸν ἄρρεν Aristid.Quint.40.21, cf. 5.1.
2 sin connotación peyorativa τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις Arist.EN 1109b18, τὸν ἵππον τοιοῦτον ... ἐλευθέριόν τε καὶ ἐθελουργόν X.Eq.10.17 (cód.), τὸν Μίνω θεοῦ μεγάλου ὀαριστήν Plu.2.776e.
German (Pape)
[Seite 305] (s. καλέω), 1) ab-, zurückrufen, Xen. Cyr. 1, 4, 25. 4, 5, 24; bei Seite rufen, An. 7, 3, 35. – 2) verbieten, Ar. Av. 1263, richtiger ἀποκεκλῄκαμεν, exclusimus. – 3) benennen, Plat. Theaet. 168 d; im üblen Sinne, Soph. Ai. 714; ὡς ἐν ὀνείδει μηχανοποιόν Plat. Gorg. 512 c; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 57 Hell. 2, 3, 47; ἀποκαλεῖν τινα ὄνομά τι Mem. 2, 2, 1; προδότην Pol. 17, 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. (ἀπό au loin);
1 rappeler d'exil;
2 appeler à part;
II. (ἀπό par suite de) appeler par suite de, càd nommer, surnommer : τινα ὄνομά τι XÉN donner un nom à qqn ; en mauv. part σοφιστὴν ἀπ. τινα XÉN traiter qqn de sophiste.
Étymologie: ἀπό, καλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκᾰλέω:
1 отзывать назад, возвращать из изгнания (τινα Her., Xen.);
2 отзывать в сторону Xen.;
3 называть, именовать, тж. обзывать (τινά τινα Soph., Xen., Plat., Dem., Arst., Polyb.): ἀ. τινα ὄνομά τι Xen. давать кому-л. какое-л. прозвище.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκᾰλέω: μέλλ. -έσω, ἀνακαλῶ, καλῶ ὀπίσω, κυρίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 3. 53, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25. 2) καλῶ εἰς ἰδιαίτερον μέρος, κατ’ ἰδίαν, τοὺς στρατηγοὺς ἀποκαλέσας ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 35. ΙΙ. καλῶ ὀνομαστί, ἰδίως ἐπὶ ὀνειδισμοῦ, στιγματίζω ὡς..., τὸν τοῦ μανέντος... ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Σοφ. Αἴ. 727· ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους ἀπ. Ἀνδοκ. 31. 10· ὡς ἐν ὀνείδει ἀποκ. μηχανοποιὸν Πλάτ. Γοργ. 512C· ἀργόν, σοφιστὴν ἀποκ. τινὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 57 καὶ 6. 13· οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς ἀποκαλεῖ Δημ. 282. 12· ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους ἀπ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 1· παράσιτον ἀποκαλῶν (ἐνν. τινὰ) Τιμοκλ. ἐν «Κενταύρῳ» 1· χαριεντισμόν τινα ἀποκαλῶν, σκωπτικῶς ὀνομάζων ἀνεπιτυχῆ τινα ἀστεϊσμόν, Πλάτ. Θεαίτ. 168D· ἐνίοτε ὅμως ἄνευ οἱασδήποτε κακῆς σημασίας, ὁτὲ δὲ τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ἀποκαλοῦντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 7, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 10. 17.
Greek Monotonic
ἀποκᾰλέω: μέλ. -έσω·
I. 1. καλώ πίσω, ανακαλώ, από την εξορία, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. καλώ σε συγκεκριμένο τόπο, καλώ κατ' ιδίαν, σε Ξεν.
II. καλώ ονομαστικά, ιδίως ονειδίζοντας, στιγματίζω ως, τὸν τοῦ μανέντος ξύναιμον ἀποκαλοῦντες, σε Σοφ.· σοφιστὴν ἀποκαλέω τινά, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. to call back, recall, from exile, Hdt., Xen.
2. to call away or aside, Xen.
II. to call by a name, esp. by way of disparagement, to stigmatise as, τὸν τοῦ μανέντος ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Soph.; σοφιστὴν ἀπ. τινα Xen.