ἐνδελεχής: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[συνεχής]], [[σταθερός]]). Σύνθετο ἀπό τό [[ἐν]] + [[δολιχός]] (=μακρύς). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη [[δολιχός]]. | |mantxt=(=[[συνεχής]], [[σταθερός]]). Σύνθετο ἀπό τό [[ἐν]] + [[δολιχός]] (=[[μακρύς]]). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη [[δολιχός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, (v. δολιχός) continuous, perpetual, μνήμη Pl.Lg.718a; λειτουργία Isoc.15.156 (Sup.); πῦρ LXX 1 Es.6.24; θυσίαι Ph.2.569, 587; πόλεμος Plu.Per.19; of persons, plodding, persevering, φροντισταὶ σύντονοι καὶ ἐνδελεχείς Phld. Oec.p.52 J., cf. Plu.Mar.13; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές perseverance, ib.6. Adv. ἐνδελεχῶς = continuously, ceaselessly Critias 19.5, Pl.R.539d, al., Diod.Com.1, Men.521, IG22.1028.33, LXXEx.29.38, Plu.Fab.19, etc.--Freq. confused with ἐντελεχής in codd., as Ph. l.c.
Spanish (DGE)
-ές
• Grafía: graf. ἐντ- Ph.2.569
I 1perpetuo, constante, ininterrumpido μνήμη Pl.Lg.717d, λειτουργία la carga perpetua la de crear y mantener una familia, Isoc.15.156, cf. Arist.GC 336b32, πῦρ LXX 1Es.6.23, πόλεμος Plu.Per.19, cf. 2.87d, βήξ Plu.2.461b, σπουδή D.C.53.27.4, θυσίαι Ph.l.c., 1.497, δῶρα Ph.1.532, κίνησις Gal.3.307, ἀποφορτισμός Orib.8.23.1, τοῦτ' ἐνδελεχὲς ἐθέλει γίγνεσθαι esto suele producirse ininterrumpidamente un ciclo hídrico, Arist.Mete.347a5
•subst. τὸ ἐνδελεχές = continuidad τῆς μαθήσεως Hieronym.Phil.20, cf. Agatharch.99, D.L.9.87, del agua que fluye, Plu.2.1005e
•τὸ μὴ ἐνδελεχές = interrupción del crecimiento de las plantas, Thphr.CP 2.11.11, 5.1.10
•neutr. plu. sup. como adv. πολεμίων μὲν γὰρ τῷ χώρῳ ἐνδελεχέστατα ἐφεδρευόντων Agath.2.19.5, cf. Procop.Goth.3.38.21.
2 de pers. perseverante, insistente, tenaz οἱ ὀφθαλμοὶ ἐνδελεχεῖς ἐπὶ τὰς ὁδούς de los ojos de Dios, LXX Si.17.19, φροντισταί Phld.Oec.17.34, cf. Plu.Mar.13
•neutr. subst. ἐνδελεχές = perseverancia, tenacidad τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές Plu.Mar.6, cf. Demetr.2, ἐν φιλοσοφίᾳ τὸ ἐνδελεχὲς καὶ τὸ συνεχὲς τῆς πορείας Plu.2.76c.
II adv. ἐνδελεχῶς = continua, constante, ininterrumpidamente ὄχλος ἐνδελεχῶς ἀμφιχορεύει Critias Fr.Trag.4.5, μεῖναι ἐνδελεχῶς καὶ συντόνως Pl.R.539d, cf. Lg.905e, κινεῖται ἐνδελεχῶς Arist.Mu.399a33, μεθύειν Crobyl.3, cf. Diod.Com.1, Men.Fr.412.3, X.Cyn.7.2, παρεμπίπτειν Plu.Fab.19, cf. LXX Ex.29.38, Lib.Decl.33.14
•insistentemente, con perseverancia ἠλείφοντο ... ἐ. ἐν τοῖς γυμνασίοις IG 22.1028.33 (Atenas II/I a.C.).
• Etimología: Cf. δολιχός.
German (Pape)
[Seite 832] ές, fortdauernd, ununterbrochen; μνήμην ἐνδελεχῆ παρέχεσθαι Plat. Legg. IV, 717 e; Folgde; πόλεμος Plut. Pericl. 19; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές Mar. 6. – Adv. ἐνδελεχῶς, z. B. ῥέειν Plat. Tim. 43 c; μεῖναι ἐνδ. καὶ ξυντόνως μηδὲν ἄλλο πράττοντα Rep. VII, 539 d; πίνειν ἐνδ. τὸ ποτήριον Diod. com. Ath. X, 431 c; oft bei Sp., auch neben ἀεί.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
continu, continuel;
Sp. ἐνδελεχέστατος.
Étymologie: DELG v. δολιχός.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδελεχής: непрерывный, постоянный (μνήμη Plat.; λειτουργία Isocr.; γένεσις Arst.; χρεία, πόλεμος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδελεχής: -ές, (ἴδε δολιχός), διηνεκής, διαρκής, μνήμην ἐνδελεχῆ παρεχόμενον Πλάτ. Νόμ. 717Ε· λειτουργία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 167· πόλεμος Πλούτ. Περικλ. 19· τὸ ἐνδελεχὲς περί τι, τὸ ἀδιάλειπτον, τὸ συνεχές, τὸ ἀκατάπαυστον, ὁ αὐτ. Μάρ. 16. - Ἐπίρρ. -χῶς, Κριτίας 15.5, Πλάτ. Πολ. 539D, Τίμ. 43D, 58C· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. κωμικ., Διόδ. ἐν «Αὐλητρίδι» 1. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 4. Κρώβυλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· συχνὰ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. - Πολλάκις συγχέεται μετὰ τοῦ ἐντελεχής, ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 905Ε, ἀλλ’ ἴδε ἐντελέχεια.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐνδελεχής, -ές)
1. συνεχόμενος, αδιάλειπτος («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῦς», ΠΔ
2. επίμονος, πολύ προσεκτικός («ενδελεχής έρευνα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδελεχές
ενδελέχεια.
Greek Monotonic
ἐνδελεχής: -ές, συνεχής, ασταμάτητος, διαρκής, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -χῶς, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
See also: s. δολιχός.
Middle Liddell
ἐνδελεχής, ές adj
continuous, perpetual, Plat., etc. adv. -χῶς, Plat. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ἐνδελεχής: {endelekhḗs}
See also: s. δολιχός.
Page 1,511
Mantoulidis Etymological
(=συνεχής, σταθερός). Σύνθετο ἀπό τό ἐν + δολιχός (=μακρύς). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη δολιχός.