ἀνακαινίζω: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀνανεώνω). Ἀπό τό ἀνά + [[καινός]] (=καινούριος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀνακαίνισις]], [[ἀνακαινισμός]].
|mantxt=(=[[ἀνανεώνω]]). Ἀπό τό ἀνά + [[καινός]] (=[[καινούριος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀνακαίνισις]], [[ἀνακαινισμός]].
}}
}}
{{ntsuppl
{{ntsuppl
|ntstxt=restaurer
|ntstxt=restaurer
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαινίζω Medium diacritics: ἀνακαινίζω Low diacritics: ανακαινίζω Capitals: ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: anakainízō Transliteration B: anakainizō Transliteration C: anakainizo Beta Code: a)nakaini/zw

English (LSJ)

renew, τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, cf. App.Mith.37: οἶκον Hsch.Mil.4.33; revive legend, Str.2.1.9: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8; ὑποθέσεις Just.Nov.111.1.

Spanish (DGE)

1 renovar τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, App.Mith.37, τῆς Ἀρτέμιδος οἶκον ἀνεκαίνισεν Hsch.Mil.33, ἀνεκαίνισαν δὲ καὶ τὴν Ὁμηρικὴν τῶν Πυγμαίων γερανομαχίαν trajeron de nuevo a colación la lucha homérica de los pigmeos con las grullas Str.2.1.9, ὑποθέσεις Iust.Nou.111.1
en v. pas. τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς βασιλέα πάλιν ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8, λύπη LXX 1Ma.6.9, ἀνεκεν(ί)σθι ὁ ναὸς ἱ ὑπεραγία (sic) MAMA 7.190 (Hadrianópolis).
2 fig. en lit. crist. renovar espiritualmente por la penitencia πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6, cf. Herm.Sim.9.14.3, por el perdón de los pecados ἀνακαινίσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἀφέσει τῶν ἁμαρτιῶν Ep.Barn.6.11, por el bautismo ἀνακαινισθῆναι· τουτέστι, καινὸν γενέσθαι Chrys.M.63.79, cf. Luc.Philopatr.12, Meth.Symp.8.10, 3.9.

German (Pape)

[Seite 190] erneuern, ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.

French (Bailly abrégé)

renouveler.
Étymologie: ἀνά, καινίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακαινίζω: возобновлять (πόλεμον Plut.; ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαινίζω: ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D.

English (Strong)

from ἀνά and a derivative of καινός; to restore: renew.

English (Thayer)

(καινός); to renew, renovate (cf. German auffrischen): τινα εἰς μετάνοιαν so to renew that he shall repent, Isocrates Arcop. 3; Philo, leg. ad Gaium § 11; Josephus, Antiquities 9,8, 2; Plutarch, Marcell c. 6; Lucian, Philop c. 12; the Sept. Winer's De verb. comp. Part iii., p. 10.

Greek Monolingual

ἀνακαινίζω)
μσν.- νεοελλ.
1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω
2. (για ναούς) ανοικοδομώ
νεοελλ.
μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω
αρχ.-μσν.
κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + καινίζω.
ΠΑΡ. ανακαίνιση (-ις), ανακαινισμός, ανακαινιστής
νεοελλ.
ανακαινιστικός].

Greek Monotonic

ἀνακαινίζω: μέλ. -σω = ἀνακαινόω, σε Πλούτ.

Chinese

原文音譯:¢nakain⋯zw 安那-開你索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-新(化) 相當於: (חָדַשׁ‎)
字義溯源:重建,更新,重新;由(ἀνά)*=上,回復)與(καινός)*=新)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 重新(1) 來6:6

Mantoulidis Etymological

(=ἀνανεώνω). Ἀπό τό ἀνά + καινός (=καινούριος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνακαίνισις, ἀνακαινισμός.

French (New Testament)

restaurer