ἀνάπωτις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0204.png Seite 204]] ἡ, gebräuchlicher in der Form [[ἄμπωτις]], s. [[ἄμπωσις]], Pind. Ol. 9, 56.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0204.png Seite 204]] ἡ, gebräuchlicher in der Form [[ἄμπωτις]], s. [[ἄμπωσις]], Pind. Ol. 9, 56.
}}
{{grml
|mltxt=(-ιδος), η (Α [[ἄμπωτις]]) (νεοελλ. και [[άμπωτη]])<br />[[πτώση]] της στάθμης τών υδάτων, [[τράβηγμα]] τών νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀμπώτιδες</i><br />[[άμπωτις]] και [[πλημμυρίδα]] [[μαζί]], [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]], [[ελάττωση]] ρεύματος ή ροής<br /><b>3.</b> [[υποχώρηση]], [[πτώση]], [[ελάττωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> (με [[αποκοπή]] και [[αφομοίωση]]) <span style="color: red;">+</span> [[πίνω]]. Ο τ. [[ἀνάπωτις]] απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον <b>Ηρόδ.</b> σημαίνει την «[[επιστροφή]] της θάλασσας» σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[πλημμυρίς]] ή <i>ῥωχία</i>. Η [[διατήρηση]] του –<i>τ</i>- ([[αντί]] του ιωνικού –<i>σις</i>) κάνει πιστευτή την [[υπόθεση]] ότι ο <b>Ηρόδ.</b> υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη [[θάλασσα]] [[ἄμπωτις]] ([[θάλασσα]])<br />[[πρβλ]]. λατ. [[resorbens unda]] και ότι η λ. πιθ. να [[είναι]] τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. [[ἀναπίνω]] (η [[ἀνάπωτις]] > [[ἄμπωτις]]-ο <i>ἀναπώτης</i>) ή και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές [[πρέπει]] να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. [[πίνω]] [[είναι]] συνηθέστερα το [[πότης]] και όχι το <i>πώτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμπωτίζω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 27: Line 30:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπωτις''': ἴδε ἐν λ. [[ἄμπωτις]]: ― ἐπίθ. ἀναπωτικός, ή, όν, Εὐστ. 1719. 44.
|lstext='''ἀνάπωτις''': ἴδε ἐν λ. [[ἄμπωτις]]: ― ἐπίθ. ἀναπωτικός, ή, όν, Εὐστ. 1719. 44.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνάπωτις]] (-ιδος), η (Α)<br />η άμπωτη.
}}
}}

Revision as of 09:10, 8 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπωτις Medium diacritics: ἀνάπωτις Low diacritics: ανάπωτις Capitals: ΑΝΑΠΩΤΙΣ
Transliteration A: anápōtis Transliteration B: anapōtis Transliteration C: anapotis Beta Code: a)na/pwtis

English (LSJ)

v. ἄμπωτις:—Adj. ἀναπωτικός, ή, όν, Eust.1719.44.

Spanish (DGE)

ἀνάπωτις, -εως, ἡ
• Alolema(s): normalmente ἄμπωτις salvo ἀνάπωτις Pi.O.9.52, Scyl.Per.110, Arr.Ind.22.8, Agatarch.101; ἀνάπωσις Erot.101.8
• Morfología: [gen. sg. ἀναπώτιδος Agatharch.l.c., dat. sg. ἀμπώτιδι D.C.39.40.4]
1 marea baja, reflujo Pi.l.c., Scyl.l.c., Hdt.2.11, 7.198, Arist.Mete.366a19, Plb.1.39.3, 10.14.2, 34.9.5, Agatharch.l.c., Placit.3.17, Hdn.3.14.6, Arr.l.c., ἄμπωτις τῆς θαλάσσης μεγάλη καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν Hdt.8.129
en plu. ἀμπώτεις, ἀμπώτιδες = mareas, movimientos del mar Arist.Mu.396a26, ταῖς ἀμπώτεσι τοῦ πελάγους συμφερόμενοι App.Hisp.1, cf. Peripl.M.Rubri 45.
2 medic. reflujo τῶν χυμῶν Hp.Hum.1, de la sangre en los pulmones, Gal.3.454.
3 absorción, retirada al secarse ῥοάων ... ἄμπωτιν ἔχων sufriendo la ... absorción de mis corrientes (habla un río), Call.Del.130.
4 succión Erot.101.8.

French (Bailly abrégé)

ιδος ou εως (ἡ) :
reflux de la mer.
Étymologie: ἀναπίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἄμπωτις: ιδος, ион. ιος, поздн. тж. Pind., Polyb. εως, ἀνάπωτιςморской отлив Her., Arst., Plut., Sext.

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, gebräuchlicher in der Form ἄμπωτις, s. ἄμπωσις, Pind. Ol. 9, 56.

Greek Monolingual

(-ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη)
πτώση της στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες
άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια
2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής
3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά (με αποκοπή και αφομοίωση) + πίνω. Ο τ. ἀνάπωτις απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον Ηρόδ. σημαίνει την «επιστροφή της θάλασσας» σε αντίθεση με τις λ. πλημμυρίς ή ῥωχία. Η διατήρηση του –τ- (αντί του ιωνικού –σις) κάνει πιστευτή την υπόθεση ότι ο Ηρόδ. υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη θάλασσα ἄμπωτις (θάλασσα)
πρβλ. λατ. resorbens unda και ότι η λ. πιθ. να είναι τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. ἀναπίνωἀνάπωτις > ἄμπωτις-ο ἀναπώτης) ή και την ίδια την ενέργεια του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. πίνω είναι συνηθέστερα το πότης και όχι το πώτης.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμπωτίζω.

English (Slater)

ἀνᾰπωτις ebbing λέγοντι Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν (Tric.: ἄμπωτιν codd.) (O. 9.52)

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπωτις: ἴδε ἐν λ. ἄμπωτις: ― ἐπίθ. ἀναπωτικός, ή, όν, Εὐστ. 1719. 44.