ἀπροβούλευτος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> non prémédité, irréfléchi;<br /><b>2</b> non précédé d'une délibération devant le Conseil;<br /><b>II.</b> imprévoyant, irréfléchi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], προβουλεύομαι. | |btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> [[non prémédité]], [[irréfléchi]];<br /><b>2</b> non précédé d'une délibération devant le Conseil;<br /><b>II.</b> imprévoyant, irréfléchi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], προβουλεύομαι. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:28, 28 November 2022
English (LSJ)
ον,
A unpremeditated, Arist.EN1135b11; λόγοι Thphr. Char.3.1; not deliberated upon, D.H.4.72, J.BJ3.5.6.
2 not submitted to the βουλή, D.22.5, Hyp.Fr.231, Plu.Sol.19; of the Roman Senate, App.BC1.59.
II Act., without forethought or premeditation, Arist.EN1151a3, Ceb.8. Adv. ἀπροβουλεύτως Pl.Lg.867a, 867b; ἀπροβουλεύτως τοῦ ἀποκτεῖναι = without purpose of .., ib.866e.
Spanish (DGE)
-ον
I de cosas
1 que no ha sido deliberado previamente ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Arist.EN 1135b11
•que no tiene reflexión previa λόγος Thphr.Char.3.1, ἀφεῖσθαι ... ἀπροβούλευτον dejar sin considerar D.H.4.72, cf. I.BI 3.98.
2 que no se ha sometido a la deliberación de la βουλή (ψήφισμα) D.22.5, ἔταξε ... μηδὲν ἐᾶν ἀπροβούλευτον εἰς ἐκκλησίαν εἰσφέρεσθαι Plu.Sol.19, cf. Hyp.Fr.231, del senado romano, App.BC 1.59.
II de pers. que obra sin deliberación previa Arist.EN 1151a3, Ceb.8.
III adv. ἀπροβουλεύτως = sin deliberar ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος ἀ. Pl.Lg.867a, cf. 867b, Aristox.Fr.41, ἀ. τοῦ ἀποκτεῖναι sin intención de matar Pl.Lg.866e.
German (Pape)
[Seite 338] nicht vorbedacht, nicht überlegt, unabsichtlich, Arist. Eth. 5, 8; – adv., ἀποκτεῖναι Plat. Legg. IX, 866 e. – Bei Dem. 22, 5 was nicht vorher vom Senat durch ein προβούλευμα gebilligt ist; vgl. Plut. Sol. 19; Dion. Hal. 4, 72.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non prémédité, irréfléchi;
2 non précédé d'une délibération devant le Conseil;
II. imprévoyant, irréfléchi.
Étymologie: ἀ, προβουλεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροβούλευτος:
1 действующий необдуманно, непреднамеренно Arst.;
2 не обдуманный заранее, непроизвольный Arst.;
3 не подвергшийся предварительному рассмотрению в βουλή (см.) Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροβούλευτος: -ον, μὴ σχεδιασθείς ἐκ τῶν προτέρων, μὴ προμελετηθείς, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. 5. 8, 5· ἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων Θεοφρ. Χαρ. 3. 2) μὴ ὑποβληθείς εἰς τὴν βουλήν, Δημ. 594. 23, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. ς΄, 144· ἴδε Ἑρμάνν. Πολ. Ἀρχ. 125. 8. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἄνευ προμελέτης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 2· ἀπερίσκεπτος, Κέβητος Πίναξ 8: - Ἐπίρρ. ἀπροβουλεύτως Πλάτ. Νόμ. 867Α. Β· ἀπρ. τοῦ ἀποκτεῖναι…, χωρὶς νὰ ἔχῃ σκοπὸν νά…, αὐτόθι 866Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπροβούλευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει προμελετηθεί, ο απροσχεδίαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη βουλή
2. ο χωρίς προμελέτη, απερίσκεπτος.
Greek Monotonic
ἀπροβούλευτος: -ον (προβουλεύω),
I. 1. αυτός που δεν έχει προσχεδιασθεί, δεν έχει προαποφασισθεί, δεν έχει προμελετηθεί, σε Αριστ.
2. αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη βουλήν, σε Δημ.
II. Ενεργ., αυτός που ενεργεί χωρίς προμελέτη, σε Αριστ.· επίρρ. ἀπροβουλεύτως, σε Πλάτ.
Middle Liddell
προβουλεύω
I. not planned beforehand, unpremeditated, Arist.
2. not submitted to the βουλή, Dem.
II. act. without forethought, Arist.:—adv. ἀπροβουλεύτως, Plat.