κατάπλους: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
m (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")
(CSV import)
 
Line 24: Line 24:
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, zusammengezogen aus [[κατάπλοος]].
|ptext=ὁ, zusammengezogen aus [[κατάπλοος]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[appulsus]]'', [[arrival]], [[landing]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.10.5/ 4.10.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.26.7/ 4.26.7].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλους Medium diacritics: κατάπλους Low diacritics: κατάπλους Capitals: ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ
Transliteration A: katáplous Transliteration B: kataplous Transliteration C: kataplous Beta Code: kata/plous

English (LSJ)

ὁ, contr. for κατάπλοος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
att. c. κατάπλοος.

Greek Monolingual

ο (Α κατάπλους, και -οος) καταπλέω
1. το να πλέει κάποιος από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή ή το λιμάνι, πλους προς την ξηρά, άφιξη πλοίου ή στόλου, προσόρμιση, ελλιμενισμός
2. ο πλους προς τα κάτω ή κατά το ρεύμα του ποταμού
αρχ.
η επιστροφή διά θαλάσσης, ο πλους της επιστροφής («ὁ οἴκαδε κατάπλους», Ξεν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπλους -ου, ὁ, zonder contr. κατάπλοος -οου [καταπλέω] landing, aankomst:. νεῶν κατάπλους landing van schepen Thuc. 4.10.5. vaart:. οἴκαδε κ. terugvaart naar huis Xen. Hell. 1.4.11.

English (Woodhouse)

(see also: κατάπλοος) by sea, sailing to land

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ὁ, zusammengezogen aus κατάπλοος.

Lexicon Thucydideum

appulsus, arrival, landing, 4.10.5, 4.26.7.