πολυρροίβδητος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυρροίβδητος -ον [[[πολύς]], [[ῥοιβδέω]]] [[vele draaiingen makend]]:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3. | |elnltext=πολυρροίβδητος -ον [[[πολύς]], [[ῥοιβδέω]]] [[vele draaiingen makend]]:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>viel, oft od. sehr [[unter]] [[Geräusch]] [[umgedreht]]</i>, [[ἄτρακτος]], Antip.Sid. 26 (VI.160). | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυρ-ροίβδητος, ον,<br />[[much]]-whirring, Anth. | |mdlsjtxt=πολυρ-ροίβδητος, ον,<br />[[much]]-whirring, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, much-whirring, ἄτρακτος AP6.160 (Antip. Sid.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on tire avec grand bruit.
Étymologie: πολύς, ῥοιβδέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυρροίβδητος -ον [πολύς, ῥοιβδέω] vele draaiingen makend:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.
German (Pape)
viel, oft od. sehr unter Geräusch umgedreht, ἄτρακτος, Antip.Sid. 26 (VI.160).
Russian (Dvoretsky)
πολυρροίβδητος: вращающийся с гудением, гудящий (ἄτρακτος Anth.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»].
Greek Monotonic
πολυρροίβδητος: -ον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυρροίβδητος: -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, πολυδίνητος, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.
Middle Liddell
πολυρ-ροίβδητος, ον,
much-whirring, Anth.