ὑποστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[ce qui supporte]] :<br /><b>1</b> [[fourche]];<br /><b>2</b> [[support d'un vase]];<br /><b>II.</b> [[celui qui donne l'existence]], [[créateur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[ce qui supporte]] :<br /><b>1</b> [[fourche]];<br /><b>2</b> [[support d'un vase]];<br /><b>II.</b> [[celui qui donne l'existence]], [[créateur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der Daruntergestellte, Darunterstehende</i>, bes. <i>die untergestellte [[Gabel]] od. [[Stütze]]</i>, Plut. <i>Coriol</i>. 24 und andere Spätere – <i>Der [[Untersatz]] für ein [[λουτήριον]]</i>, Paus. 10.26.9, [[unter]] dem [[Milchgefäß]], wie [[ὑποκρητηρίδιον]]. – <i>Der [[Grundlage]] [[Gebende]], der [[Schöpfer]]</i>, K.S.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑποστᾰ́της, ου, ὁ, [ὑφίσταμαι]<br />that [[which]] stands under, a [[support]], [[prop]], Plut.
|mdlsjtxt=ὑποστᾰ́της, ου, ὁ, [ὑφίσταμαι]<br />that [[which]] stands under, a [[support]], [[prop]], Plut.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der Daruntergestellte, Darunterstehende</i>, bes. <i>die untergestellte [[Gabel]] od. [[Stütze]]</i>, Plut. <i>Coriol</i>. 24 und andere Spätere – <i>Der [[Untersatz]] für ein [[λουτήριον]]</i>, Paus. 10.26.9, [[unter]] dem [[Milchgefäß]], wie [[ὑποκρητηρίδιον]]. – <i>Der [[Grundlage]] [[Gebende]], der [[Schöpfer]]</i>, K.S.
}}
}}

Revision as of 13:00, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστᾰτης Medium diacritics: ὑποστάτης Low diacritics: υποστάτης Capitals: ΥΠΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: hypostátēs Transliteration B: hypostatēs Transliteration C: ypostatis Beta Code: u(posta/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A that which stands under, support, prop, Plu.Cor.24; stand of a bowl, etc., Paus.10.26.9. II one that gives substance, creator, Procl.Theol.Plat.3.7, Inst.53, Simp. in Ph.1327.5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. ce qui supporte :
1 fourche;
2 support d'un vase;
II. celui qui donne l'existence, créateur.
Étymologie: ὑφίστημι.

German (Pape)

ὁ, der Daruntergestellte, Darunterstehende, bes. die untergestellte Gabel od. Stütze, Plut. Coriol. 24 und andere Spätere – Der Untersatz für ein λουτήριον, Paus. 10.26.9, unter dem Milchgefäß, wie ὑποκρητηρίδιον. – Der Grundlage Gebende, der Schöpfer, K.S.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστάτης: ου ὁ вилообразная подпора Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ ὑποκάτω ἱστάμενον, στήριγμα, ἔρεισμα, Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ στήριγμα, τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς ἵσταται κρατήρ, κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. ὑποκρητηρίδιον, ὑποστατός. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C.

Greek Monolingual

ο / ὑποστάτης, ΝΑ, θηλ. ὑποστάτις, -ιδος, και ὑποστάτρια, Α ὑφίστημι
στήριγμα που τίθεται από κάτω, υποστήριγμα
νεοελλ.
ναυτ. καθένα από τα ισχυρά σιδερένια ή ξύλινα υποστηρίγματα πάνω στα οποία τοποθετούνται οι σωσίβιες λέμβοι στα πλοία, κν. μούρσος
αρχ.
1. βάση αγγείου, ιδίως κρατήρα («ἐφεξῆς δὲ τῇ Λαοδίκη ὑποστάτης λίθου... ἐστίν», Παυσ.)
2. ως επίθ. αυτός που δίνει υπόσταση και ύπαρξη, δημιουργός
3. (το θηλ. στον τ. ὑποστάτρια) κατώτερη επιστάτρια ναού.

Greek Monotonic

ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ὑφίσταμαι), αυτό που στέκεται κάτω από, στήριγμα, υποστήριγμα, στύλος, στυλοβάτης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑποστᾰ́της, ου, ὁ, [ὑφίσταμαι]
that which stands under, a support, prop, Plut.