διάσημος: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diasimos | |Transliteration C=diasimos | ||
|Beta Code=dia/shmos | |Beta Code=dia/shmos | ||
|Definition= | |Definition=διάσημον, ([[σῆμα]])<br><span class="bld">A</span> [[clear]], [[distinct]]: neuter plural as adverb, διάσημα θροεῖ S.''Ph.''209(lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[conspicuous]], [[eminent]], Hippias Soph.4 (Sup.), Plu.''Dio''54; δ. κράνος Id.''TG''17; γένει καὶ ἀξίᾳ ''BMus.Inscr.'' 481*.15(ii A. D.): especially in Sup., διασημοτάτη πόλις ''Epigr.Gr.''904 (Erythrae); [[διασημότατος]], = Lat. [[clarissimus]], IG3.635; = [[perfectissimus]], δ. ἡγεμών ''BGU''198.5 (ii A. D.), al., ''Epigr.Gr.''1078.10 (Adana); ἐπίτροπος ''Sammelb.''4421.5 (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
διάσημον, (σῆμα)
A clear, distinct: neuter plural as adverb, διάσημα θροεῖ S.Ph.209(lyr.).
II conspicuous, eminent, Hippias Soph.4 (Sup.), Plu.Dio54; δ. κράνος Id.TG17; γένει καὶ ἀξίᾳ BMus.Inscr. 481*.15(ii A. D.): especially in Sup., διασημοτάτη πόλις Epigr.Gr.904 (Erythrae); διασημότατος, = Lat. clarissimus, IG3.635; = perfectissimus, δ. ἡγεμών BGU198.5 (ii A. D.), al., Epigr.Gr.1078.10 (Adana); ἐπίτροπος Sammelb.4421.5 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
I muy claro, bien perceptible c. dat. ἵνα μὴ δ. εἴη τοῖς πολεμίοις D.H.19.12
•neutr. plu. como adv. διάσημα γὰρ θροεῖ S.Ph.209, tb. en sg. διάσημον καὶ περιβόητον ἀπέφηνε τὴν εὐσέβειαν τοῦ προφήτου Ph.2.178.
II 1de pers. eminente, notable, distinguido frec. en sup. πλείστοις ἐγήματο τῶν διασημοτάτων Hippias B 4, τῶν τε ἀπὸ τῆς συγκλήτου βουλῆς καὶ τῶν ἄλλως διασημοτάτων Eus.HE 9.9.9, οἱ γονέων διασήμων los (nacidos) de padres notables Plu.2.1c, cf. Gal.1.12, Ps.Callisth.63.18, 24, Origenes Cels.1.29, Gr.Nyss.Eun.1.56, γυνή Boeo en Ath.393e, διασημότατος φιλόσοφος D.L.2.112, cf. 47, c. determ. κατά τε χεῖρα καὶ συνέσει I.BI 5.290, εὐμορφίᾳ I.AI 15.23, ἐν τοῖς ἀγῶσι Plu.Dio 54, γένει καὶ ἀξίᾳ IEphesos 27.15 (II d.C.)
•tb. de dioses ἡ διασημοτάτη θεὰ Δημήτηρ TAM 5.1335.5 (imper.)
•neutr. plu. como adv. μεταπαρέλαβεν διασημότατα τὴν δαιδουχίαν SEG 30.93.51 (Eleusis I a.C.)
•sup. como tratamiento eminentísimo, ilustrísimo διασημότατος ἐπίτροπος PAbinn.3.1 (IV d.C.), ἡγεμών PFlor.33.9, POxy.1104.10 (ambos IV d.C.), καθολικὸς τῆς Ἀφρικῆς Eus.HE 10.6.1, cf. IGR 3.887.10 (Cilicia), Gerasa 161 (III/IV d.C.), IG 22.4222.10 (IV d.C.), PN.York 1a.1, PSI 298.1 (ambos IV d.C.).
2 de cosas y abstr. muy especial o muy distinto, célebre, importante διάσημον ἐσθῆτα φέρουσιν Str.10.4.21, κράνος Plu.TG 17, cf. Lyd.Mag.1.17, ἐμπόρια Peripl.M.Rubri 51, ἔργον Plu.Aem.12, ὄνομα τοῦ κυρίου διασημότερον Ath.1e, cf. Theo Sm.129, ἱερόν X.Eph.5.4.8, ἡ διασημοτάτη Ἐρύθρου πόλις IEryth.106.3 (imper.), τί πράξας ἐπιφανὲς καὶ δ. Ath.215e, αἱρέσεις Origenes Cels.3.12.
III adv. -ως solemnemente ἀεὶ διασήμως ἀφηγούμενος τῶν νεανίσκων IP 242.18 (II/I a.C.), δ. καὶ διαπρυσίως ἐλάλησαν Sud.s.u. ἐπεκήρυξαν, cf. Gloss.2.101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 clair, distinct ; adv. • διάσημα SOPH avec des cris perçants;
2 qui se distingue entre tous, remarquable.
Étymologie: διά, σῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάσημος -ον [διά, σῆμα] duidelijk; adv. acc. n. plur.. διάσημα op duidelijke wijze Soph. Ph. 209. opvallend, opmerkelijk, uitblinkend.
German (Pape)
sehr erkennbar, berühmt; καὶ λαμπρός, Plut. Dion. 54; κράνος, prächtig, T.Gracch. 17, und andere Spätere – Vom Ton, vernehmlich, deutlich, διάσημα θροεῖ Soph. Phil. 209.
Russian (Dvoretsky)
διάσημος:
1 явственный, заметный: ὡς μὴ δ. εἴη Plut. чтобы не быть узнанным;
2 славный, замечательный, выдающийся (λαμπρὸς ἐν τοῖς ἀγῶσι καὶ δ. Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάσημος, -ον)
1. ξακουστός, περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος
2. (στον πληθ. ως ουσ.) τα διάσημα
διακριτικά βαθμός, αξιώματος κ.λπ. (γαλόνια, σειρήτια, αστέρια, παράσημα, μετάλλια κ.ά.)
αρχ.
1. καταφανής, διαυγής, σαφής
2. (για ήχο) διαπεραστικός.
Greek Monotonic
διάσημος: -ον (σῆμα),·
I. καθαρός, σαφής, ευκρινής· ουδ. πληθ. ως επίρρ., διάσημα θρηνεῖ, σε Σοφ.
II. διακεκριμένος, σπουδαίος, έγκριτος, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διάσημος: -ον, (σῆμα) καθαρός, σαφής, εὐκρινής· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διάσημα θρηνεῖ Σοφ. Φ. 209. ΙΙ. ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἔξοχος, Πλούτ. Δίωνι 54· δ. κράνος ὁ αὐτ. Τ. Γράκχ. 17 διασημοτάτη πόλις Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 904, πρβλ. 1078. 10.
Middle Liddell
διά-σημος, ον adj σῆμα
I. clear, distinct: neut. pl. as adv., διάσημα θρηνεῖ Soph.
II. conspicuous, Plut.