ἀπονίναμαι: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : | |btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ' ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀνίνημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:30, 11 December 2022
English (LSJ)
Med., fut. ἀπονήσομαι Hom.: Ep.aor. 2 without augm. ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.; 2sg. opt. ἀπόναιο Il.24.556, 3pl. ἀποναίατο h.Cer.132, S.El.211 (lyr.); inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196; part. ἀπονήμενος Od.24.30: later aor. I ἀπωνάμην Luc.Am.52, Procl.in Alc.p.89C.:—have the use or enjoyment of a thing, ἧς ἥβης ἀπόνητο Il. 17.25; τῶνδ' ἀπόναιο mayest thou have joy of them, ib.24.556; τιμῆς ἀπονήμενος Od. l.c.; μηδέ ποτ' ἀγλαΐας ἀποναίατο S.El.211: without gen., ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο married her but had no joy [of it], Od.11.324; θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο ib.17.293, cf. 16.120; πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168.
Spanish (DGE)
(ἀπονίνᾰμαι)
• Morfología: [fut. ἀπονήσεται h.Merc.543; ép. aor. rad. atem. ἀπόνητο Od.11.324, A.R.1.88, opt. 2a sg. ἀπόναιο Il.24.556, 3a plu. ἀποναίατο h.Cer.132, S.El.211, inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196, part. ἀπονήμενος Od.24.30; tard. aor. sigm. ἀπωνάμην Luc.Am.52, Procl.in Alc.89, D.Chr.1.46, 66.26]
tener el uso o placer de una cosa, disfrutar, sacar provecho c. gen. ἧς ἥβης Il.17.25, τιμῆς Od.24.30, h.Cer.132, ἀγλαΐας S.El.211, ἐδωδῆς A.R.2.196, δωτίνης A.R.1.88, κρίσεως Luc.l.c.
•Ἁρμονίης Nonn.D.3.114, ἀλλήλων δ' ἀπόναντο Musae.343, c. prep. y gen. ἐκ τούτων PMasp.151.178 (VI d.C.)
•abs. sacar provecho en uso formulario ἦγε μέν, οὐδ' ἀπόνητο se casó con ella, pero no le aprovechó, Od.11.324, θρέψε μέν, οὐδ' ἀπόνητο Od.17.293, πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168, ἀπώνατο λέγειν Procl.in Alc.89, οὐδὲν ἀπώνατο D.Chr.1.46, cf. 66.26, ἀπόνασθαι· ἀπολαῦσαι, κατατρυφᾶν Hsch.
French (Bailly abrégé)
seul. Moy. f. ἀπονήσομαι, ao. ἀπωνάμην;
tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ' ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.
Étymologie: ἀπό, ὀνίνημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονίνᾰμαι: извлекать пользу, пользоваться, наслаждаться (τινος Hom., Soph.): τὴν πόλιν κτίσας οὐκ ἀπώνητο Her. основав город, он (однако) не воспользовался плодами своих трудов.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονίναμαι: μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν οὐδαμοῦ εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἄνευ αὐξήσ. ἀπονήμην, ἀπόνητο Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. ἀπόναιο Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. ἀπονήμενος Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, ἀπολαύω αὐτοῦ, ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ ἀπόναιο, «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· τιμῆς ἀπονήμενος Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική συχνάκις παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε Θησεύς... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη ὅμως, Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ ἀπόνητο Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.
Greek Monolingual
ἀπονίναμαι (Α)
ευχαριστιέμαι με κάτι, απολαμβάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ονίναμαι «απολαμβάνω βοήθειας, ευχαριστιέμαι»].
Greek Monotonic
ἀπονίνᾰμαι: Μέσ. (ὀνίνημι), μέλ. -ἀπ-ονήσομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἀπόνητο· γʹ ενικ. ευκτ. ἀπόναιο, γʹ πληθ. ἀποναίατο· μτχ. ἀπονήμενος· έχω τη χρήση ή την απόλαυση, την τέρψη ενός πράγματος, απολαμβάνω κάτι, με γεν., σε Όμηρ., Σοφ.· η γεν. όμως συχνά παραλείπεται, ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο, την παντρεύτηκε αλλά δεν γνώρισε καμία χαρά από το γεγονός αυτό (ή από τη γυναίκα αυτή), σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ ἀπόνητο (ενν. τῆς πόλεως), σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to have the use or enjoyment of a thing, c. gen., Hom., Soph.; but the gen. is often omitted, ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο married her but had no joy [of it], Od.; οὐκ ἀπώνητο (sc. τῆς πόλεως) Hdt.