ἀνθοφόρος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />fleuri.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[fleuri]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[φέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:25, 8 January 2023
English (LSJ)
ον,
A bearing flowers, flowery, ἄλσος Ar.Ra.445, AP12.256 (Mel.); opp. κάρπιμος, Thphr.CP1.5.5.
II ἀνθοφόρος, ἡ, flower-bearer, title of a priestess of Demeter and Kore, IG12(8).526 (Thasos), cf. 609(ibid.)
Spanish (DGE)
-ον
I 1que produce flores, florido, ἄλσος Ar.Ra.441, AP 12.256 (Mel.), cf. Thphr.CP 1.5.5, op. ἀνανθής Thphr.HP 1.3.5 (= Hippo A.19).
2 portador de flores εἶδον ἐν Ῥώμῃ τοὺς ἀνθοφόρους Philostr.Ep.55.
II subst.
1 ἡ ἀνθοφόρος = sacerdotisa de Deméter, IG 12(8).526 (Tasos), cf. 609 (Tasos).
2 como n. pr. ἡ Ἀνθοφόρος = Antóforo n. gr. de la divinidad latina Feronia, D.H.3.32.
3 bot. zarzaparrilla, zarza morisca, Smilax aspera L. o correhuela de cercas, Convolvulus sepium L., Plin.HN 24.82.
German (Pape)
[Seite 233] Blumen tragend, blühend, ἄλσος, Ar. Ran. 442; übertr., παῖδες Mel. 2, 31 (XII, 256. 165).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fleuri.
Étymologie: ἄνθος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοφόρος: приносящий цветы, цветущий (ἄλσος Arph., Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἄνθη, ὁ πλήρης ἀνθέων, ἄλσος Ἀριστοφ. Βάτρ. 442, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 256· κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ κάρπιμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5. 2) ἀνθοφόρος, ἡ, ἱέρεια ἧς ἡ ὑπηρεσία ἦτο νὰ φέρῃ ἄνθη τὸ ἄγαλμα θεᾶς καὶ ἰδίως τῆς Ἀφροδίτης, σῶμα ... παρθένου ἀνθοφόρου τύμβος ὅδ’ ἐγκατέχει Συλλ. Ἐπιγρ. 2161b, 2162· οὕτως, ἀνθηφόρον τῆς θεοῦ Ἀφροδίτης (ἐν τῇ ἐπιγρ. Ἀφροδείτης) Ἐπιγρ. Ἀφροδισ. αὐτόθι 2821, 2822.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀνθοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος
νεοελλ.
1. ανθοστόλιστος
2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος
α) βοτ. ο μίσχος του άνθους
β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια
αρχ.
1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, καλλωπιστικός
2. (για ιέρεια) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια.
Greek Monotonic
ἀνθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λουλούδια, λουλουδάτος, σε Αριστοφ., Ανθ.