κατάπτυστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataptystos
|Transliteration C=kataptystos
|Beta Code=kata/ptustos
|Beta Code=kata/ptustos
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Anacr.152</span>; to [[be spat upon]], [[abominable]], Anacr. [[l.c.]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>632</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span>68</span>; ὦ κ. κάρα <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>1024</span>: also in Com. and Prose, <span class="bibl">Anaxil.22.6</span>, <span class="bibl">D.18.33</span>, etc.
|Definition=κατάπτυστον, also η, ον Anacr.152; to [[be spat upon]], [[abominable]], Anacr. [[l.c.]], A.''Ch.''632 (lyr.), ''Eu.''68; ὦ κ. κάρα E.''Tr.''1024: also in Com. and Prose, Anaxil.22.6, D.18.33, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk.
|elnltext=κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπτυστος Medium diacritics: κατάπτυστος Low diacritics: κατάπτυστος Capitals: ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΟΣ
Transliteration A: katáptystos Transliteration B: kataptystos Transliteration C: kataptystos Beta Code: kata/ptustos

English (LSJ)

κατάπτυστον, also η, ον Anacr.152; to be spat upon, abominable, Anacr. l.c., A.Ch.632 (lyr.), Eu.68; ὦ κ. κάρα E.Tr.1024: also in Com. and Prose, Anaxil.22.6, D.18.33, etc.

German (Pape)

[Seite 1373] zum Anspeien, verabscheuungswerth; Aesch. Ch. 623 Eum. 68; Eur. Tr. 1024; Anaxil. bei Ath. XIII, 558 b; in Prosa, Dem. 18, 33 u. öfter; Anacr. bildet das fem. καταπτύστη, Poll. 2, 103, was richtiger καταπτυστήν accentuirt würde. – Adv., Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conspué, digne de mépris.
Étymologie: καταπτύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk.

Russian (Dvoretsky)

κατάπτυστος: 2, Anacr. 3 достойный оплевания, презренный, отвратительный (αἱ κόραι = Γοργόνες, πάθος Aesch.): ὦ κατάπτυστον κάρα! Eur. о, презренная тварь!

Greek (Liddell-Scott)

κατάπτυστος: -ον, ἄξιος νὰ καταπτυσθῇ, βδελυρός, ἀποτρόπαιος, ὡσαύτως η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, ἄξιος καταφρονήσεως, Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024·- ὡσαύτως παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάπτυστος, -ον) καταπτύω
άξιος εμπτυσμού, άξιος περιφρόνησης, αχρείος.
επίρρ...
καταπτύστως και -α
με κατάπτυστο τρόπο.

Greek Monotonic

κατάπτυστος: -ον (καταπτύω), αυτός που καταπτύεται, βδελυρός, απεχθής, αξιοκαταφρόνητος, ποταπός, σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.

Middle Liddell

κατάπτυστος, ον καταπτύω
to be spat upon, abominable, despicable, Aesch., Eur., Dem.

English (Woodhouse)

abominable, loathsome, loathesome

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=γιά φτύσιμο, τιποτένιος). Ἀπό τό καταπτύωκατά + πτύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.