ὀτρηρός: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=otriros | |Transliteration C=otriros | ||
|Beta Code=o)trhro/s | |Beta Code=o)trhro/s | ||
|Definition=ά, όν, (cf. [[ὀτρύνω]]) < | |Definition=ά, όν, (cf. [[ὀτρύνω]])<br><span class="bld">A</span> [[quick]], [[nimble]], [[busy]], [[ready]], θεράποντε Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., Ar.''Av.''909(lyr.); ταμίη Il.6.381; <b class="b3">ὀτρηρὸν.. τὸ ληδάριον ἔχεις</b>, comically, Ar.''Av.''915; μάζῃ ὀτρηρῇ Matro ''Conv.''92. Adv. [[ὀτρηρῶς]], = [[ὀτραλέως]], Od.4.735.<br><span class="bld">II</span> = [[ὀξύς]], [[sharp]], [[cutting]], ὀδύναι Opp.''H.''2.529. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ά, όν, (cf. ὀτρύνω)
A quick, nimble, busy, ready, θεράποντε Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., Ar.Av.909(lyr.); ταμίη Il.6.381; ὀτρηρὸν.. τὸ ληδάριον ἔχεις, comically, Ar.Av.915; μάζῃ ὀτρηρῇ Matro Conv.92. Adv. ὀτρηρῶς, = ὀτραλέως, Od.4.735.
II = ὀξύς, sharp, cutting, ὀδύναι Opp.H.2.529.
German (Pape)
[Seite 405] 1) schnell, flink, rührig; Beiw. von θεράπων, Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch ταμίη, Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων θεράπων ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = ὀξύς, ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
prompt, rapide, agile.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. τρέω.
Russian (Dvoretsky)
ὀτρηρός: быстрый, проворный (θεράπων, ταμίη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀτρηρός: -ά, -όν, (ἴδε ὀτρύνω) ταχύς, γοργός, εὐκίνητος, ἐπίθ. τοῦ θεράπων, Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = ὀξύς, κοπτερός, αἰχμηρός, ὀδυνηρός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.
English (Autenrieth)
(cf. ὀτραλέως): busy, nimble, ready.
Greek Monolingual
ὀτρηρός -ά, -όν (Α)
1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.)
2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.).
επίρρ...
ὀτρηρῶς (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω].
Greek Monotonic
ὀτρηρός: -ά, -όν (ὀτρύνω), ταχύς, ευκίνητος, πολυάσχολος, πρόθυμος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς = ὀτραλέως, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὀτρηρός, ή, όν ὀτρύνω
quick, nimble, busy, ready, Hom., Ar.:—adv. -ρῶς, = ὀτραλέως, Od.
Mantoulidis Etymological
(=γοργός, εὐκίνητος, πρόθυμος). Ἀπό τό ὀτρύνω (=παρακινῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.