ἀποδρέπω: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apodrepo | |Transliteration C=apodrepo | ||
|Beta Code=a)podre/pw | |Beta Code=a)podre/pw | ||
|Definition=[[pluck off]], <b class="b3">ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς</b> [[pluck and take]] them home, | |Definition=[[pluck off]], <b class="b3">ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς</b> [[pluck and take]] them home, Hes.''Op.'' 611; [[pluck off]] hair, Hp.''Mul.''2.106: metaph., ἀ.καρπὸν ἥβας Pi.P..9.110, cf. ''O.''1.13; τὸν ἀφροδισίων κῆπον Archipp.2 D.:—Med., μαλθακᾶς ὥρας ἀρας καρπὸν δρέπεσθαι Pi.''Fr.''122.8, cf. ''AP''6.303 (Aristo), Plu. 2.79d. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
pluck off, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes.Op. 611; pluck off hair, Hp.Mul.2.106: metaph., ἀ.καρπὸν ἥβας Pi.P..9.110, cf. O.1.13; τὸν ἀφροδισίων κῆπον Archipp.2 D.:—Med., μαλθακᾶς ὥρας ἀρας καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8, cf. AP6.303 (Aristo), Plu. 2.79d.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. inf. -δρέπεν Hes.Op.611]
1 cortar, coger flores o frutas ἀποδρέπεν οἴκαδε βότρυς Hes.l.c.
•fig. del fruto de la juventud o el amor Ἥβας καρπόν Pi.P.9.110, ἀλλοτρίας (ὥρας) Bio Bor.57
•recolectar, e.e. disfrutar de τὸν Ἀφροδίσιον κῆπον Archipp.45A
•en v. med. μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8.
2 en gener. arrancar abs. del vello, Hp.Mul.1.106, cf. Hsch.
•coger en v. med. c. ac. πίονα τυρὸν ἀποδρέψεσθε καὶ αὔην ἰσχάδα AP 6.303 (Aristo), δρόσον καὶ χνοῦν Plu.2.79d
•c. gen. χρυσίου Alciphr.3.15.2.
French (Bailly abrégé)
cueillir;
Moy. ἀποδρέπομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, δρέπω.
German (Pape)
abpflücken, βότρυς Hes. O. 609; übertragen, ἥβας καρπόν Pind. P. 4.114; ἀγλαΐην Agath. 60 (IX.154); med., genießen, Pind. frg. 975; Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδρέπω: срывать, собирать (βότρυς Hes.; ἥβας καρπόν Pind.; med. δρόσον καὶ χνοῦν Plut.; ἀγλαΐην Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδρέπω: μέλλ. -ψω, ἀποκόπτων, συλλέγω, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόπτε καὶ φέρε αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608· ἀπ. καρπὸν ἥβας Πινδ. Π. 9. 193, πρβλ. Ο. 1. 20, οὕτως ἐν μέσ. τύπ., μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 87. 8· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 303, Πλούτ. 2. 79D.
English (Slater)
ἀποδρέπω pluck, cull χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον (P. 9.110) med., ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν, ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8. cf. (O. 1.13)
Greek Monolingual
ἀποδρέπω (Α)
1. κόβω και μαζεύω άνθη ή καρπούς
2. απολαμβάνω, χαίρομαι κάτι.
Greek Monotonic
ἀποδρέπω: μέλ. -ψω, αποκόπτω, μαζεύω, συλλέγω καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόψε και πάρε στο σπίτι σου τα σταφύλια, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
to pluck off, Pind.; ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes., Anth.